Μετά φόβου

Πληροφορίες

  • Εκδοτικός Οίκος: Εκδόσεις Καστανιώτη
  • ISBN: 978-960-03-6135-3
  • Χρονολογία έκδοσης: 2016
  • Σελίδες: 720

Περίληψη

Δύο κορίτσια –φίλες επιστήθιες, σχεδόν αδελφές– µεγαλώνουν στην ελληνική ύπαιθρο, σε περιβάλλον ασφυκτικό, που τις εκπαιδεύει στο κυρίαρχο µοντέλο ηθικής, εµφυσώντας τους το φόβο και την ενοχή. Η Αρίστη, φύσει ανήσυχη, ανακαλύπτει τις πηγές του φόβου µέσα από την έρευνα και τη µάθηση. Αναζητεί αλήθειες γύρω από τη θέση της σε µια ανδροκρατούµενη κοινωνία, την ελευθερία της σκέψης, την πολιτική και τον έρωτα. Η Διαλεχτή µένει στα «αβαθή» και «σίγουρα» νερά· αθάρρευτη και αδρανής, κάνει κάθε φορά µικρά και δειλά βήµατα στη ζωή. Η σχέση των δύο κοριτσιών δοκιµάζεται όταν ανάµεσά τους µπαίνει ο Διονύσης Αρχοντής, άντρας ορµητικός, το αρχέτυπο του Βάκχου. Έκτοτε, οι δύο φίλες πορεύονται µε δύο εαυτούς: τον φανερό και τον κρυφό.

Οι ζωές τους περνούν από συµπληγάδες, από την εποχή του Εθνικού Διχασµού µέχρι την αρχή του Εµφυλίου, καθώς τα γεγονότα συγκλονίζουν την Ελλάδα, που πασχίζει να βγει από τις παλιές φεουδαρχικές της δοµές και να αστικοποιηθεί. Ένα βιβλίο για την αναζήτηση της ελευθερίας, για το φόβο και την υποταγή, για τα όνειρα και τις αυταπάτες

Απόσπασμα από το βιβλίο

Η Αρίστη, ζαλισμένη από τους συλλογισμούς, μπήκε στο κυκλικό περιαύλιο, κοινό για τα εφτά συντροφευμένα σπίτια της γειτονιάς τους. Ήταν ένας τόπος ολοστρόγγυλος, που άλλοι τον έλεγαν «ταψί» και άλλοι «φεγγάρι». Στη μέση υψωνόταν μια τεράστια «αρχαία» ελιά, πυκνόφυλλη και αειθαλής. Ο κορμός της αποτελούταν από εφτά διακλαδώσεις μπλεγμένες μεταξύ τους σε πλεξούδα, ενώ κοντά στις ρίζες σχημάτιζαν μια ενιαία κουφάλα. Κάτω από τον ίσκιο της είχαν μόνιμα τα σκαμνιά τους οι εφτά γριές των σπιτιών. Οι εφτά ευχές και οι εφτά κατάρες, καθώς έμειναν να ονομάζονται στο Κάστρο.

Τα ονόματά τους παράξενα, όπως και οι όψεις τους. Όψεις τραχιές, σμιλεμένες από αγέρηδες, βροχές και χιονιάδες. Σκαμμένες από τον κάματο και την αρμύρα του ιδρώτα. Ιλιάδα, Σταυριανή, Φερενίκη, Πηνελόπη, Αστερία, Κασσιανή, Ευσεβία. Όμως στην ντοπιολαλιά τα ονόματα παραποιήθηκαν και επικράτησαν τα υποκοριστικά. Λιάδα, Σταυρή, Νίκη, Λόπη, Αστέρω, Κασσώ και Σέβα. Όσοι συμπαθούσαν τις γριές, τις αποκαλούσαν ευχές, κι όσοι τις αποστρέφονταν, τις έλεγαν κατάρες. Η Αρίστη έκλινε προς τις κατάρες, ακόμα κι όταν της εύχονταν κάθε καλό, μετά βέβαια από την εκτέλεση των θελημάτων με τα οποία την επιφόρτιζαν. Από τον κανόνα εξαιρούσε ασφαλώς τη βάβω της, την Ιλιάδα, κοινώς Λιάδα, στον κόρφο της οποίας έβρισκε στα δύσκολα καταφύγιο.

Την προκειμένη στιγμή τα σκαμνιά των γραιών ήταν άδεια και οι εμπασιές από τα κατώγια κλειστές, που πάει να πει ότι δεν είχαν κατηφορίσει ακόμα από την εκκλησιά. Ούτως ή άλλως, μετά τη θεία λειτουργία έμεναν πίσω, για να τους ερμηνεύσει την ευαγγελική περικοπή η μελίρρυτη δεσποινίς Ασπασία, η κοσμοκαλόγρια και δασκάλα, η μόνη μορφωμένη γυναίκα της πολίχνης. Η Αρίστη αισθάνθηκε μια παράξενη ανακούφιση. Τις φοβόταν τις γριές. Δεν μιλούσαν πολύ. Έμαθαν να ζουν βουβές και ατάραχες στη συνήθεια των καημών. Τις βούβανε  οσκληρός πατέρας και ο ακόμα σκληρότερος άντρας. Λίγα τα λόγια. Ίσα τα αναγκαία. Περισσότερα τα τραγουδίσματα. Τα χρειώδη και από αυτά. Νανουρίσματα, ταχταρίσματαγια τα εγγόνια, μοιρολόγια για τους χαμούς, πολυφωνικά άσματα για τις χαρές και τις θλίψεις. Τα μάτια τους όμως! Εκείνα τα μάτια που τρυπούσαν το εκμαγείο του κόσμου και χώνονταν αδιάκριτα στα άδηλα και τα κρύφια του νου και της ψυχής! Αυτά την τρόμαζαν την Αρίστη, και γι’ αυτό χάρηκε σαν δεν τις είδε στη συνηθισμένη τους θέση. Σίγουρα, αν αντιλαμβάνονταν οι γριές τη μοναχική της εξόρμηση στο διαβολόδεντρο, θα έβαζαν κουβέντες στον πατέρα της. Εκείνος, βέβαια, δεν τις έπαιρνε πολύ στα σοβαρά, αλλά και μόνο η πρόθεσή τους αρκούσε ώστε να της χαλάσει τη διάθεση.

Κριτικές