Περίληψη
Ελλάδα, τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Δικομματισμός, φαυλοκρατία, πολιτευτές, τραμπούκοι, «χρυσοκάνθαροι» και τραπεζίτες καθορίζουν το πολιτικό και το οικονομικό σκηνικό. Μέσα σε αυτό το κλίμα έρχεται στην Αθήνα ο έμπορος-ταξιδευτής Ρωμαίος Αγγουλές: φύση καλλιτεχνική και αντισυμβατική, αποφασίζει να εγκατασταθεί και, αντί για χρηματιστηριακά παιχνίδια, να επενδύσει στην «ωραιότητα».
Με την εκτός γάμου θυγατέρα του Ροζίτα και τον παραγιό του Σωτήρη Κονταξή φυτεύουν ροδώνα, στον οποίο ευελπιστούν να συμπεριλάβουν όλες τις γνωστές ποικιλίες ρόδων, αλλά και να δημιουργήσουν νέα είδη, φτάνοντας ως την επίτευξη του «γαλάζιου ρόδου». Ο Pοδώνας του Κεραμεικού, η περίφημη «Ρόδων Πολιτεία», γίνεται σύντομα η κολυμβήθρα των πρωτοπόρων ιδεών. Εκεί θα εμβαπτισθούν οι ανήσυχοι νέοι, θα καταφύγουν οι παλαιότεροι αντιμοναρχικοί, ενώ παράλληλα θα δοκιμαστούν τα ανθρώπινα πάθη, ο έρωτας και η αντοχή, σε μια Αθήνα αγνώριστη, που εκπλήσσει διαρκώς τον αναγνώστη, είτε με τις διαφορές της είτε με τα κρυμμένα σε αυτήν «σημεία των καιρών μας».
Ένα μυθιστόρημα εποχής για όλους εκείνους που έζησαν «όπως ήθελαν να ζήσουν», κληροδοτώντας στους επόμενους τους σπόρους της ουτοπίας.
«Εις υγείαν και μακροημέρευσιν όλων μας», ευχήθηκε ο Ρωμαίος, κερνώντας τους ο ίδιος από το νέκταρ στα προτεινόμενα ρακοπότηρα. Κι ευθύς στράφηκε στη Διαμαντούλα: «Καλό μου παιδί, σε ευχαριστούμε από βάθους καρδίας για την θαυμάσια εμπειρία που μας προσφέρεις». Η Διαμαντούλα, αν μη τι άλλο, κοκκίνησε από ντροπή. Ο οργανισμός της δεν είχε προετοιμαστεί για τούτη τη μεγάλη ανατροπή. Με την ηττοπάθεια να κυρτώνει τους νεανικούς της ώμους, ήρθε στην Αθήνα να εργαστεί ως υπηρέτρια. Οι γονέοι της την είχαν συμβουλέψει να είναι καλή και υποτακτική με τα αφεντικά της και το μόνο που δεν έπρεπε ν’ ανεχτεί ήταν να θίξουν την παρθενική της υπόσταση. Έπειτα ήρθε ο φόβος της Αθηνάς Δεγαΐτη. Τη μάραινε κάθε μέρα η κυρά με την κακοτροπία της. Και ξαφνικά αποκτάει οντότητα. Της παρέχεται το δικαίωμα να λαμβάνει πρωτοβουλίες. Την ευχαριστούν. Δημιουργεί. Πώς να το αντέξει; Έκλεινε τα μάτια όπως μπροστά στο φως. Το ξαφνικό κοίταγμά του ίσως την τύφλωνε, για τούτο το κοιτούσε ανοίγοντας τα μάτια χαραμάδα χαραμάδα. Φοβόταν την ίδια την ελευθερία και τη διαχείρισή της.
«Ευφραίνου, ψυχή μου!» αναφώνησε με το συνηθισμένο του ενθουσιασμό ο καθηγητής Ορφανίδης, ενώ ο Ρωμαίος βάλθηκε να παρατηρεί επί ώρα το χρώμα του ηδυπότου στο ηλιόφως. Ο χρωστήρας του αδυνατούσε να αποτυπώσει την ολόφωτη ρόδινη απόχρωση. Η φύση ζωγράφισε το άφατο με τους δικούς της κανόνες δημιουργίας. Εν συνεχεία ανίχνευσε με τη μύτη τις ευώδεις νύξεις. Το μυστήριο και το πάθος της «Κοκό», την αγνή αύρα του χιονιού από το «Ρόδο της Στέπας», την ανεμελιά και την εύχαρη διάθεση από τη «Λουίζα».
«Πίνω εις το ποτήριο τούτο όλες μου τις ερωμένες μαζί», φώναξε κι όταν κατέβασε το νέκταρ μονοκοπανιά, ένιωσε σ’ ένα δεύτερο επίπεδο την αύρα σμέουρου από τα τριαντάφυλλα «Ροζίτα», που μαζί με την «Ταραντέλα», συνιστούσαν τη χαρά της ζωής.