Πέμπτη, 14 Νοεμβρίου 2019 11:14

«Στη ζωή νωρίς νυχτώνει» – Ελένη Πριόβολου | Η άποψη της Τζίνας Ψάρρη για το βιβλίο

H Άρια, σε προχωρημένη ηλικία και άρρωστη πολύ, ίσως ετοιμοθάνατη, ξεκαθαρίζει το σπίτι και τις αναμνήσεις της. Το μυαλό της την γυρίζει πίσω, στο καλοκαίρι του 1963, τότε που πρωτοανταμώθηκε με την Οριάνθη. «την όμορφη οπτασία της νιότης της που ενσωματώθηκε στ’ όνειρο». Μια φούστα στάθηκε η αφορμή για να θυμηθεί η Άρια την ιστορία που κρύβει στις πολυκαιρισμένες αλλά άφθαρτες ίνες της και να αφηγηθεί την πρώτη τους συγκυριακή συνάντηση στον κινηματογράφο και την απότομη εξαφάνισή της γυναίκας που πίστεψε από την πρώτη στιγμή πως θα γίνει η πιο στενή της φίλη.

« Η οπτασία της Οριάν αναδύεται ονειρική κι ονειρεμένη μέσα απ’ την ομίχλη της μνήμης. Θεά μυθική ενός χρόνου ανεπίστρεπτου. Ένας άνθρωπος με τον οποίο συναντήθηκε για ένα διάστημα τόσο μικρό μα και τόσο δυνατό, ώστε το ίζημά του να κατακάθεται μέσα της μια ζωή».

Στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο, η Άρια μάς γυρίζει στο παρελθόν της. Και αυτό θα είναι η αρχή για μια γοητευτική εναλλαγή παρόντος – παρελθόντος και για την ίδια αλλά και για την Οριάνθη, η οποία θα παραλάβει τη σκυτάλη λίγο αργότερα, ξεκινώντας την αφήγησή της από τους λόγους που την ανάγκασαν ξαφνικά να εγκαταλείψει την Αθήνα και να εγκατασταθεί στον Λίβανο όπου ζούσε ο διπλωμάτης πατέρας της. Αυτή η ταυτόχρονη ανάλυση παρόντος – παρελθόντος θα συνεχιστεί ως το τέλος του βιβλίου, τόσο αριστοτεχνικά γραμμικά που δεν κουράζει στο ελάχιστο, παρά τη συνεχή κίνηση από το τώρα στο πριν.

Δύο γυναίκες με εντελώς διαφορετικούς χαρακτήρες, που χάνονται οι δρόμοι τους και ζουν η κάθε μια τη ζωή της, δεμένες ωστόσο με φιλία άρρηκτη. Ένας ύμνος στην πραγματική φιλία αυτό το βιβλίο, με την ελπίδα να κυριαρχεί στις σελίδες του παρά τον περιρρέοντα ζόφο, παρά το δριμύ κατηγορώ σε κάθε είδους φανατισμό. Καταιγιστικά ερωτήματα εγείρονται από τις πρώτες κιόλας γραμμές, είτε σε κοινωνικό, είτε σε θρησκευτικό, είτε σε πολιτικό επίπεδο. Δυνατές περιγραφές που σφίγγουν το στομάχι «για τ’ άγρια ζώα που φοβούνται την ανθρώπινη αγριότητα και εξαφανίζονται», λαγαροί συμβολισμοί και λυρισμός κρυμμένοι σε μικρές περιεκτικές προτάσεις με εγκιβωτισμούς και αναδρομές εξαιρετικά εύστοχες, εξαιρετική χρήση της γλώσσας. Θαύμασα υπέροχες λέξεις από τον ατέρμονο πλούτο της γλώσσας που σπάνια συναντώνται πλέον. Κατισχύω, αβλέμων, ακουσματικός, δρολάπι, μακάμια, λαγγεμένος, ψιμάρι, είναι ελάχιστες από αυτές.

Δευτερεύοντες ήρωες με υπόσταση, όπως ο Άλεν και η Ρόη, που, εμποτισμένοι από την μπιτ λογοτεχνία, την έκαναν τρόπο ζωής και δεν την άλλαξαν, όπως η δοτική Σόνια, ή ο έντιμα σταθερός Αργυριάδης. Ήρωες που είναι αδύνατον να αντιπαθήσεις, ακόμη κι αν «ζουν μέσα στην τύφλα του εγωισμού και της φιλαυτίας», όπως η Μαργαρίτα, ή ακόμα κι «άνθρωποι που μεταστοιχειώνονται σε θεριά ανελέητα όταν πωρωθούν από τον φανατισμό για μια ιδεολογία». Παντού είναι εμφανές ωστόσο, πως «ο άνθρωπος έχει δύο όψεις. Μια για να ζει και μια για να επιβιώνει».

Ανάμεσα στα γεγονότα που αφορούν στις ζωές των δύο γυναικών, ξεπετάγεται η φιλία του Παπανδρέου με τον Αραφάτ, ο αντιδικτατορικός αγώνας των Ελλήνων του Καναδά, η γενοκτονία των Αρμενίων, η φούσκα του Χρηματιστηρίου που έστειλε στο θάνατο τόσους ανθρώπους, για να καταστήσουν αυτό το μυθιστόρημα, εκτός από μια λυρική ψυχογραφία, ένα βιβλίο κοινωνικό, ιστορικό και πολιτικό ταυτόχρονα, τόσο σε απόλυτη ισορροπία, τόσο ταιριασμένα που είναι σαν όλα τα στοιχεία να έπρεπε ακριβώς εκεί να βρίσκονται. Πάντα με την ίδια αγάπη για τον άνθρωπο, η συγγραφέας ακολουθεί τις ηρωίδες της είτε στην Αθήνα της Χούντας, είτε στον Λίβανο του εμφυλίου. Και μέσα στον σκληρό ορυμαγδό, να ζωγραφίζονται εικόνες ονειρικές με μία μόνο φράση: «Μα η πεταλούδα, εκτυφλωτική πεταρίζει, διδάσκοντας εν αγνοία της χορευτική αρμονία».

Μια μυθιστορία τόσο, μα τόσο αληθινή, για τα πολιτικά παιχνίδια που παίζονται στις πλάτες των λαών, τον πρωταγωνιστικό ρόλο της θρησκείας, την παγκόσμια κυριαρχία του χρήματος, τον έρωτα και τον θάνατο, την απώλεια καλύτερα, σε πολλές από τις μορφές της. Και πάνω απ’ όλα, τη νοσταλγία της αθωότητας και της επιστροφής, της όποιας επιστροφής.
«Επέστρεψε. Η Αθήνα ειρηνική. Οικεία στο συναίσθημα, αλλά άγνωστη στην πρακτική της. Όφειλαν να ζήσουν για τους εαυτούς τους, για τις μνήμες τους….. Βρήκε το σπίτι τους ένα σωρό ερείπια. Ήδη το είχαν εποικίσει νυχτερίδες και μια κουκουβάγια, που την κοίταζε απ’ τα κλαριά της λεμονιάς μ’ ένα τρομακτικό, λευκό βλέμμα. Παράξενο, αλλά η κουκουβάγια δεν κουνήθηκε από τη λεμονιά. Ολάνθιστο ήταν το δέντρο τους και άπλωνε το θεσπέσιο άρωμα των ανθών του στον ερειπιώνα. Φοβόταν τα νυκτόβια πουλιά. Τα είχε ταυτισμένα με τον θάνατο και τις αιώνιες, αραχνιασμένες πολιτείες του. Όμως αυτή η επαφή με το ανέσπερο βλέμμα και μια παρουσία – έστω και θλιβερή – μέσα στα αποκαΐδια, τη στέριωσε».

Αν έπρεπε να ορίσω ένα μήνυμα γι’ αυτό το εξαιρετικό μυθιστόρημα, το οποίο διαβάζεται απνευστί και το συνιστώ ανεπιφύλακτα, θα ήταν πως υπάρχουν κι εκείνες οι αξίες που δεν χάνονται στον χρόνο. Αν επιλέξουμε ωστόσο να ονειρευόμαστε και όχι να εφησυχάζουμε, έχοντας πάντα κατά νου μια φράση της συγγραφέως:
«Η ζωή είναι ένας συνεχής πόλεμος, ακόμα και στις ειρηνικές της στιγμές».

 

Δημοσιεύθηκε στο άνεμος magazine, στις 21-10-2019.