Πέμπτη, 14 Νοεμβρίου 2019 11:18

Ελένη Πριοβόλου: «Νιώθω αυτάρκης μέσα στη λογοτεχνία»

H Ελένη Πριοβόλου μιλάει στην ATHENS VOICE για το νέο της βιβλίο «Στη ζωή νωρίς νυχτώνει» (εκδ. Καστανιώτη), για τη ζωή της και τα επόμενα σχέδιά της.

Η Ελένη Πριοβόλου κατορθώνει κάθε φορά με την ασύγκριτη πένα της να συνεπάρει τους αναγνώστες της με τα βιβλία της. Αλλά το ίδιο συμβαίνει και με τους συνομιλητές της, γιατί η ίδια είναι τόσο χειμαρρώδης όσο και ο λόγος της.

Η βραβευμένη συγγραφέας μίλησε στην Athens Voice για τα παιδικά της χρόνια, για την πρώτη της επαφή με την Αθήνα, για τη συγγραφή και για τους συγγραφείς που ξεχωρίζει, για τις αδυναμίες της, για τα ενδιαφέροντά της και φυσικά για το τελευταίο της βιβλίο «Στη ζωή νωρίς νυχτώνει» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Ποιες είναι οι εικόνες που κουβαλάτε μέσα σας από την παιδική σας ηλικία;
Κουβαλώ. Ήδη το ρήμα που χρησιμοποιήσατε υποδηλώνει το βάρος αυτών των εικόνων. Υπήρχε ένα παράθυρο στο δωμάτιο που μοιραζόμουν με την αδελφή μου. Έβλεπε κατευθείαν στον ουρανό. Εκεί πάνω σχηματίζονταν τα πρώτα ερωτήματά μου. Είναι άραγε τόσο ψηλά που δεν μπορεί να τον φτάσει κανείς; Αν ξεκολλήσει τώρα ένα αστέρι και πέσει θα είναι τόσο μικρό που θα μπορώ να το πιάσω; Υπήρχε ακόμα ένας φεγγίτης που καδράριζε τον τρούλο του ναού και από εκεί παρατηρούσα τις κινήσεις των πελαργών. Αργότερα-θα ήμουν 8 χρονών- το καφενείο που βρισκόταν μπροστά μας έφερε το σινεμά. Σινε Μορένα. Και τότε αντί να κοιτάζω τον ουρανό κοίταζα το θαύμα της έβδομης τέχνης αλλά από το πίσω μέρος του πανιού. Ανάποδα. Άκουγα όμως τα πάντα. Άλλες εικόνες ήταν οι ρεματιές, οι λόγγοι, η αγροτική ζωή, η βυζαντινή μουσική, τα δημοτικά τραγούδια, οι αφηγήσεις των μαυροντυμένων-αενάως-γιαγιάδων στα κατώφλια, το πανηγύρι, οι πραματευτάδες, οι τρύγοι και το πάτημα των σταφυλιών, ο μούστος που έπινα κρυφά και με χτυπούσε κατακούτελα, το ιεροτελεστικό των γάμων, κηδειών και μνημόσυνων, δεήσεων και λιτανειών, η απόλυτη κραιπάλη των παιχνιδιών. Καταχωρίζονταν όλα μέσα μου για να αποτελέσουν αργότερα το προζύμι του λογοτεχνικού μου σύμπαντος.

Ο τόπος που γεννηθήκατε και μεγαλώσατε σας πρόσφερε τα ερεθίσματα εκείνα για να αγαπήσετε τη λογοτεχνία, τη μουσική, τις τέχνες γενικότερα;
Ο τόπος όχι ακριβώς. Τα χρόνια που εγώ μεγάλωνα το λογοτεχνικό βιβλίο δεν θεωρούταν βασικό αγαθό στο χωριό. Μόνο τα σχολικά και αυτά με δυσκολία. Το οικογενειακό περιβάλλον είναι που με βοήθησε. Ο πατέρας μου ανήκε στην ιδιότυπη εκείνη κάστα της κομμουνιστικής αριστεράς που διάβαζε με ζέση τα μαρξιστικά βιβλία αλλά και τα πατερικά κείμενα. Ο ίδιος ήταν μελωδός-με τη φωνή που διέθετε δεν θα τον έλεγες απλό ψάλτη- δάσκαλος της βυζαντινής υμνωδίας, και πολύ καλός αποδέκτης της ευρωπαϊκής μουσικής. Για μας ήθελε πολύ να μορφωθούμε με την έννοια της καλλιέργειας και όχι της εκπαίδευσης. Και έκανε ότι περνούσε από το χέρι του γι’ αυτό. Έτσι δεν φειδόταν χρημάτων για να μας φέρνει βιβλία και κλασσικά εικονογραφημένα κάθε φορά που ταξίδευε μέχρι την πόλη. «Η μαύρη τουλίπα», «ο κόντε Μοντεχρήστος», «οι μικρές κυρίες», «η Άννα Καρένινα»… Τα κλασσικά αριστουργήματα κυκλοφορούσαν τότε εικονογραφημένα. Αργότερα άρχισα να συγκεντρώνω την «γαλάζια σειρά», με όλα σχεδόν τα κλασσικά έργα. Η μουσική που ακούγαμε αρχικά ήταν αυτή της παράδοσης, μέχρι που ήρθαν τα τζουκ μποξ και από τα καφενεία ακούγονταν τα τραγούδια του συρμού, τα καψούρικα λαϊκά, και αν ερχόταν κανένας φοιτητής για διακοπές ακούγαμε και ποπ ή νέο κύμα. Παρ’ όλα αυτά όμως εγώ λατρεύω την κλασσική μουσική και την τζαζ. Αλλά ακούω ακόμα και had rock, και ό,τι μιλάει μέσα μου και με συνεπαίρνει. Ο εσωτερικός μου κόσμος διαπλάθονταν σε άλλη ρότα από τις καθεστηκυίες νόρμες.

Σας άρεσε από μικρή να εκφράζεστε μέσα από τον γραπτό λόγο;
Ήταν ο μόνος δρόμος ελευθερίας. Η γραφή. Ο στενός κοινωνικός περίγυρος, τα στερεότυπα της επαρχίας, οι πολιτικές συνθήκες και το αυταρχικό σύστημα εκπαίδευσης δεν άφηναν κανένα περιθώριο στην ελεύθερη βούληση άρα και την έκφραση. Γι’ αυτό όσα σκεφτόμουνα, πάντα εναντίον, τα έγραφα. Από τη στιγμή που σπίθισε η πρώτη λέξη στο αιχμηρό καλοξυσμένο μολύβι μου −το έξυνα μανιωδώς ακόμα και όταν δεν έγραφα− κατάλαβα πως η γραφή ήταν για μένα μονόδρομος. Και όταν σε ηλικία μόλις 23-23 ετών είδα το πρώτο μου παραμύθι, «ένας γελωτοποιός για κλάματα», τυπωμένο, ένιωσα ένα παράξενο συναίσθημα. Σα να βρισκόταν το βιβλίο κάποιου άλλου, και καθόλου αυτό που έγραψα εγώ, πάνω στον πάγκο του βιβλιοπωλείου.

Και μεγαλώνοντας, ποια ήταν τα όνειρά σας που θέλατε με πάθος να εκπληρώσετε;
Νιώθω ότι δεν κάνω όνειρα με αυτή την έννοια. Πάντα εγώ προχωρούσα πίσω από τη γραφή και η ζωή μου άνοιγε τις πόρτες για να μπω και να επιβιώσω. Δεν ήθελα να σπουδάσω επειδή δεν μου άρεσαν τα επαγγέλματα. Όμως επειδή ήμουν κακή στα μαθηματικά, έδωσα εξετάσεις στη Νομική και πέρασα στην Πάντειο για να κάνω το χατίρι των δικών μου. Σπούδασα Πολιτικές επιστήμες που μου ταίριασαν πολύ, επειδή σκέπτομαι πολιτικά. Μετά πήγα και στην κοινωνιολογία… Έτσι κάπως ξετυλιγόταν το κουβάρι της ζωής μου…

Πώς ήταν η πρώτη σας επαφή με την Αθήνα; Πόσο εύκολη ήταν η προσαρμογή σας στον ρυθμό ζωής της πρωτεύουσας;
Ήταν βίαιη η προσαρμογή. Στην Αθήνα δεν ήρθα μόνη, αλλά με τον αγαπημένο μου και αυτό μου έδινε δύναμη, γεγονός όμως που συντάραξε τους γονείς μου και κυρίως τη μητέρα μου. Ήταν μια πρώτη επανάσταση. Όμως όταν επιλέγεις αυτόν το δρόμο οφείλεις να αυτονομηθείς και από το πατρικό πορτοφόλι. Έτσι βγήκα σε αναζήτηση εργασίας και βρέθηκα να εργάζομαι στην Πειραϊκή Πατραϊκή, να σπουδάζω, να στρατεύομαι στην πολιτική σκέψη, να μην μου αρέσει η αξιωματούχος λογική της στράτευσης, γιατί δεν χωρούσε το αυτόνομο πνεύμα μου, να είμαι παρούσα, αλλά χωρίς τάσεις προβολής στο φοιτητικό κίνημα και να αποκτήσω ένα παιδί στα εικοσιένα μου…

Πώς ήταν για εσάς να γίνετε μητέρα τόσο νέα;
Ένιωσα τρόμο μπροστά στην ευθύνη να μεγαλώνω τον εαυτό μου και το παιδί μου συνάμα. Γι' αυτό αγάπησα τόσο νωρίς το παραμύθι. Ονειρευόμουν και έπαθα τον καλύτερο κόσμο και για τους δύο μας.

Δοκιμάσατε τις δυνάμεις σας και σε άλλους χώρους, πριν κατασταλάξετε στη συγγραφή;
Όχι. Νιώθω αυτάρκης μέσα στη λογοτεχνία. Την πεζογραφία και το παραμύθι. Διαβάζω πολύ ποίηση αλλά δεν έχω γράψει ούτε έναν στίχο, ακούω μουσική και παρακολουθώ τα εικαστικά. Όλα αυτά βοηθούν στο να συνδιαλέγομαι εκφραστικά και με τις άλλες τέχνες.

Παιδικό βιβλίο. Τι σας συνεπαίρνει στη συγγραφή του;
Τι με συνεπαίρνει. Ίσως η αναμέτρηση με το παραμύθι. Το να κάνεις αναπαράσταση της διττής ουσίας του κόσμου. Αυτού που μας περιβάλλει και συνάμα αυτού που αισθανόμαστε. Και ακόμα το ότι ο αποδέκτης είναι παιδί, ένα μικρό πλάσμα με την απορία στα μάτια οπού εσύ ο συγγραφέας πρέπει να του την λύσεις, χωρίς να το κοροϊδέψεις, να το παραπλανήσεις, να του υποδείξεις με το δάχτυλο… Ο αγώνας να βρω και τη δική μου αλήθεια με συνεπαίρνει κατά τη συγγραφή ενός βιβλίου για παιδιά.

Είναι πιο απαιτητικό το αναγνωστικό κοινό των παιδιών από εκείνο των ενηλίκων;
Είναι απαιτητικό και ειλικρινές. Είναι άλλο κοινό. Γράφοντας βιβλία για τα σημερινά παιδιά ξέρεις ότι έχεις να ανταγωνιστείς την εικόνα. Τον υπολογιστή. Έτσι κάθε φορά οφείλεις να ξεπεράσεις το όριο και να γράψεις κάτι που θα ενθουσιάσει, θα γοητεύσει και θα παρασύρει τον μικρό αναγνώστη τόσο, ώστε να παρατήσει το κουμπί, την οθόνη ή το κοντρόλ. Να εισχωρήσεις με τρόπο μαγικό στο είναι του. Όμως είναι τόσο γοητευτικό το στοίχημα που αξίζει να το προσπαθήσεις.

Τι αποτελεί για εσάς αφορμή για να γράψετε ένα μυθιστόρημα;
Ο κόσμος γύρω μας είναι γεμάτος προκλήσεις και προσκλήσεις. Ο συγγραφέας ξεκινά από την ιδιαίτερη ματιά με την οποία βλέπει τα πράγματα. Είναι ένας συλλέκτης ενίοτε και ρακοσυλλέκτης. Επίσης διαβάζοντας πολύ ιστορία βρίσκω μπροστά μου θέματα που μου προκαλούν μεγάλο ενδιαφέρον. Κυρίως τα ψιλά γράμματα. Επίσης στη μνήμη μου έχουν καταχωρηθεί τόσες αφηγήσεις και μνήμες που δεν με αφήνουν να ησυχάσω. Αν κάτι από όλα αυτά με πιέζει επιτακτικά, αρχίζω να το ερευνώ ως λογοτεχνικό μοντέλο. Τα πράγματα τα βλέπω εκτός από την φιλοσοφική, ή την υπαρξιακή τους διάσταση, και με την πολιτική ή την ιστορική. Η μνήμη και το τραύμα παίζουν μεγάλο ρόλο στην απόφασή μου να καταπιαστώ με ένα θέμα ή μια εποχή.

Είστε στρατιώτης όταν γράφετε ή αφήνεστε στη διάθεση της εκάστοτε στιγμής;
Στρατιώτης. Από την εκπυρσοκρότηση της λεγόμενης έμπνευσης, μέχρι την αποπεράτωση του έργου, μεσολαβούν συνεχόμενα καθημερινά δεκάωρα εργασίας. Το μυθιστόρημα είναι πολύπλοκη δουλειά. Είναι σα να μπαίνεις σε έναν λαβύρινθο και να πρέπει να κρατάς σταθερό τον μίτο της εξόδου. Ή να μπαίνεις σε ένα τραίνο με άγνωστο προορισμό κατά τη διάρκεια του οποίου πρέπει να εντοπίζεις τα άξια λόγου τοπία για να τα καταγράφεις. Χρειάζεται για τούτο πειθαρχία και ετοιμότητα.

«Στη ζωή νωρίς νυχτώνει», είναι το νέο σας μυθιστόρημα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Τι κρύβει αυτός ο ποιητικός τίτλος;
Την ίδια τη ζωή. Τη ζωή σε εμπόλεμη κατάσταση ακόμα και στις ειρηνικές της στιγμές. Σαν μια διαρκή αναμέτρηση με τον έξω και έσω κόσμο, την Ανατολή με τη Δύση, τους φόβους και τις ενοχές, το θήλυ με το άρρεν, το μαύρο με το άσπρο… Όλα όσα κάνουν τη ζωή όμορφη, ακόμα και αν ζεις έναν εφιάλτη, όπως ο πόλεμος ή η δικτατορία.

Μέσα από τις σελίδες του αγγίζετε δύσκολα και ευαίσθητα θέματα της εποχής και φέρνετε στην επιφάνεια ιστορικά γεγονότα και συμπεριφορές που επαναλαμβάνονται στο πέρασμα των χρόνων. Σας κούρασε συναισθηματικά η συγγραφή του;
Θα προσπαθήσω να σας το περιγράψω. Είναι σα να ξεκινάς να ανέβεις σε ένα βουνό και όταν αγγίξεις την κορφή πρέπει να κατέβεις ξανά. Σαν επιστρέψεις στους πρόποδες σε περιμένει μια πηγή για να σε ξεδιψάσει, και μια σκιά να σε ξεκουράσει. Και τότε αισθάνεσαι μια όμορφη γαλήνη.

Υπάρχει άραγε κάποια αληθινή ιστορία κρυμμένη μέσα στη ζωή των ηρώων σας;
Κάθε φανταστικό είναι αληθινό. Έτσι το βλέπω εγώ. Όταν διαβάζεις τις εποχές και πασχίζεις να πλάσεις τους ήρωες μέσα από αρχειακό υλικό , φαντάζεσαι ότι υπήρξαν, έζησαν, πάλεψαν. Έτσι ή κάπως έτσι, ή κάπως διαφορετικά δεν έχει σημασία. Αν δεις τα επίκαιρα ή παλιές ταινίες ή ντοκιμαντέρ, διαβάζεις εφημερίδες και περιοδικά άλλων εποχών, αφουγκραστείς την ψυχή των προφορικών αφηγήσεων, έχεις δημιουργήσει το προφίλ των ηρώων σου. Είναι πια αληθινοί, ζεις και συνδιαλέγεσαι μαζί τους. Είναι η άλλη ζωή που προσφέρει η λογοτεχνία.

Τα μυθιστορήματά σας είναι πάντα πλούσια σε γλαφυρές περιγραφές, τόπων, ανθρώπων, ιστορικών γεγονότων. Η εποχή μας όμως χαρακτηρίζεται από τον γρήγορο ρυθμό και την απλούστευση. Ακόμα και της ελληνικής γλώσσας. Έχετε σκεφτεί να ακολουθήσετε και εσείς το ρεύμα της εποχής;
Φυσικά. Με ενδιαφέρει πολύ να δοκιμάζω πολλές σχολές γι’ αυτό έγραψα και τις ιστορίες μικρής φόρμας «Φωνές στο νερό», όπως και τη νουβέλα «Καραμέλα». Όμως όταν γράφω μυθιστορήματα εποχής κάνω κέφι πολύ να «παίζω» τόσο με τα γλωσσικά ιδιώματα όσο και με τις συνήθειες εκείνης της εποχής. Έτσι θα δείτε στην «Τριλογία των Αθηνών», στο πρώτο βιβλίο χρησιμοποιώ την ποικιλία της γλώσσας του 19ου αιώνα, μέσα από τη διαμάχη του γλωσσικού ζητήματος, ενώ στο τρίτο βιβλίο που διαδραματίζεται από το 1960 ως τις μέρες μας ακολουθώ μια γλώσσα πιο μπητ, θα την έλεγα. Μου αρέσει η ιστορική διαδρομή της γλώσσας μας και δεν διστάζω να συνδυάσω μια αρχαιοελληνική λέξη και μια απλή καθαρεύουσα, με τη δημοτική ή την ντοπιολαλιά. Και να σας πω; Δεν με ενδιαφέρει αν οι περισπούδαστοι θεωρούν τη γλώσσα παρωχημένη. Η λογοτεχνία είναι κατ’ εμένα και μια κιβωτός όπου διασώζει την γλώσσα από τον αφανισμό.

Χρησιμοποιείτε το διαδίκτυο για την έρευνά σας, όταν γράφετε ένα βιβλίο; Το θεωρείται αξιόπιστο;
Μόνο το υλικό από τις ψηφιοποιημένες βιβλιοθήκες και τα αρχεία της Βουλής. Προτιμώ να αγοράζω τη βιβλιογραφία που χρησιμοποιώ, να ψάχνω στα παλαιοβιβλιοπωλεία, να ανατρέχω σε παλιά αρχεία και να περπατώ στα μέρη που αναφέρονται στο κάθε βιβλίο. Η έρευνα είναι μια εξαιρετικά γοητευτική διαδικασία. Μια ιεροτελεστία θα έλεγα.

Ποιους νέους Έλληνες και ξένους συγγραφείς έχετε ξεχωρίσει φέτος;
Με έχουν γοητεύσει τα βιβλία της αραβόφωνης λογοτεχνίας, που μετέφρασε η Ελένη Καπετανάκη για τις εκδόσεις Καστανιώτη και που τα διάβασα για να μάθω όσο το δυνατόν περισσότερα για τον αραβικό κόσμο, και με απογείωσε το βιβλίο του Γιάννη Πάσχου «Οι μαγικές ιστορίες του Δον Ντομίνγκο». Μέσα στη χρονιά που διάβηκε και αφού κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο, εκτονώθηκα διαβάζοντας βιβλία φίλων ή απλά ομοτέχνων. Του Κώστα Ακρίβου, του Κώστα Κατσουλάρη, του Χρήστου Αστερίου, του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη, της Κατερίνας Παπαντωνίου, της Διώνης Δημητριάδη, της Τέσυ Μπάιλα, της Ιφιγένειας Τέκου, του Γιάννη Παλαβού… τα έχω δίπλα μου στα διαβασμένα και τα καταγράφω. Τώρα διαβάζω τα ποιήματα του Γιώργου Θεοχάρη, «ό,τι εγκρατής η επικράτεια», το αφήγημα του Κώστα Καλημέρη, «ο φίλος του Πέδρο» και της Μαρίας Στασινοπούλου «Χαμηλή Βλάστηση». Θέλω πολύ να παρακολουθώ τους Έλληνες συγγραφείς και την εξέλιξή τους. Στο ενδιάμεσο στρέφομαι σε παλιές αναγνώσεις, και ανοίγω μια σειρά δοκιμίων που έχω σημειώσει κάτι ενδιαφέρον.

Ποια είναι τα ενδιαφέροντά σας, πέρα από τη συγγραφή;
Η μελέτη, η αναγνωστική απόλαυση, οι περίπατοι στην πόλη και την εξοχή −αναλόγως πού βρίσκομα− να συναντώ φίλους και να μιλάμε για την πολιτική κατάσταση, να παρευρίσκομαι σε συνελεύσεις πολιτών να παρακολουθώ τα δρώμενα και να παρεμβαίνω ως συνειδητός πολίτης όπου μπορώ.

Ποια είναι η σχέση σας με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης;
Τα χρησιμοποιώ σαν τοίχο προώθησης μιας ιδέας, να παρεμβαίνω στην επικαιρότητα με θέσεις και να ενημερώνω τους φίλους μου για τις δράσεις και τις αντιδράσεις μου.

Ποια είναι η μεγάλη σας αδυναμία;
Τα τέσσερα εγγόνια μου. Αυτό το χάρμα της ζωής που συνεχίζεται και ανθίζει μέσα στον πόλεμο πάντων εναντίον πάντων.

Είστε άνθρωπος αισιόδοξος;
Καθόλου με την έννοια της παραίτησης ή της μεταφυσικής ελπίδας. Μάχομαι καθημερινά για τη βελτίωση της ολβίας πολιτείας των ευσεβών μου πόθων. Και όταν δω πως κάτι καλυτερεύει μέσα σε αυτόν τον μικρό κύκλο μάχομαι να πάει και παραπέρα. Δεν πιστεύω πάντως στα θαύματα, αλλά στην προσωπική ευθύνη.

Ποια είναι τα άμεσα σχέδιά σας;
Άνευ σχεδίων για την ώρα.

 

Κέλλη Κρητικού

 

Δημοσιεύθηκε στην Athens Voice, στις 12-11-2019