Πέμπτη, 04 Απριλίου 2019 10:39

Ελένη Πριοβόλου: «Στη ζωή νωρίς νυχτώνει»

Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΙΟΥΣΗ

«Την ξυπνάει το γουργούρισμα της δεκοχτούρας. Η Οριάν ανοίγει τα μάτια. Τη νύχτα δεν κλείνει τα παραθυρόφυλλά της, για να αντιληφθεί το ξημέρωμα. Η αφή του αυγινού φωτός την εγείρει. Είναι η ώρα που κατεβαίνει στην παραλία. Δεν κολυμπάει. Πάνε χρόνια τώρα που δεν βάζει το σώμα της στο θαλασσινό νερό. Έχει αλλάξει η σχέση της με τη θάλασσα. Απλώς αφήνει τα πόδια της στο χάδι του φλοίσβου και αμπώχνει την άμπωτη της μνήμης να ανταμωθεί με τις ακτές της Βηρυτού. Σηκώνεται από το κρεβάτι και ντύνεται γοργά. Παίρνει μαζί της ζεστό καφέ στο θερμός. Ετοιμάζει το τουμπεκί του μικρού της ναργιλέ και κατηφορίζει προς τη θάλασσα. Θα αγοράσει από το φούρνο ένα ζεστό κουλούρι με ταχίνι. Όπως κάθε μέρα. Σκέφτεται πως την ενοχλεί η μεγάλη λεωφόρος που διασχίζει μέχρι να βρεθεί στην ακτή, με τόσα φανάρια και αυτοκίνητα, που δεν σταματούν να τρέχουν καθ’ όλο το εικοσιτετράωρο. Η λεωφόρος κόβει την επαφή της με το υγρό στοιχείο. Μα, πάλι, πρέπει να νιώθει χαρούμενη που ζει τόσο κοντά στο νερό. Ο φίλος της, ο μαύρος κορμοράνος, την περιμένει εκεί….».

 

Η Άρια και η Οριάνθη ανταμώνουν το καλοκαίρι του 1963 από κάποια ευλογημένη συγκυρία. Όμως, ένα μοιραίο γεγονός διακόπτει πρόωρα την εξελισσόμενη φιλία τους. Οι δυο κοπέλες χάνονται μέσα στα δράματα που η ζωή τούς επιφυλάσσει. Στον κύκλο της η καθεμιά παρασύρεται από τους στροβίλους των γεγονότων. Η Οριάνθη τραυματικά, η Άρια λιγότερο οδυνηρά. Ύστερα από πολλά χρόνια, οι συμπτώσεις τις φέρνουν και πάλι κοντά, για να αφηγηθούν τις ιστορίες τους και να αντιληφθούν ότι όλα όσα έζησαν μοιάζουν σαν να μην τα βίωσαν οι ίδιες αλλά κάποιος άλλος, θαρρείς και κινούσε τα νήματα της ύπαρξής τους ένας αόρατος, ραδιούργος κουκλοπαίκτης. Από τη δεκαετία του ’60 μέχρι σήμερα και από την Αθήνα και τον Καναδά του αντιδικτατορικού αγώνα μέχρι τον Λίβανο του αιματηρού εμφυλίου πολέμου, το μυθιστόρημα ακροβατεί ανάμεσα στην καταστροφή και την αναδημιουργία, στο παρελθόν και το παρόν, στην Ανατολή και τη Δύση. Ένα βιβλίο για τις γενιές που έρχονται, για τις πληγές των μικρών λαών, για το δικαίωμα του να είσαι άνθρωπος μέσα σε μια δική σου πατρίδα.

«Στη ζωή νωρίς νυχτώνει», της Ελένης Πριοβόλου, εκδόσεις:Καστανιώτης.

– «Στη ζωή νωρίς νυχτώνει», ένας τίτλος που σημαίνει πολλά….

Ο τίτλος του βιβλίου είναι δανεικός από την ποιητική συλλογή του Οτάβιο Παζ, «η πέτρα του ήλιου και άλλες ιστορίες». Την εποχή που πάσχιζα να συγκροτήσω το ερευνητικό υλικό για τη συγγραφή του μυθιστορήματος, ξαναδιάβαζα για πολλοστή φορά το έργο του Παζ. Και τότε διαπίστωσα πως αυτό ίσως είναι που ήθελα να πω εκτός των άλλων. Οι ήρωες του βιβλίου βρίσκονται σε μια ηλικία αποτίμησης της ζωής που η σκόνη της έμεινε πίσω και έγινε παρελθόν. Και νιώθουν σα να μην έζησαν αυτοί τα γεγονότα αλλά κάποιος άλλος. Οταν αρχίζουν να αποκτούν ενσυναίσθηση, ο χρόνος έφυγε χωρίς ούτε μια πράξη να φανεί δική τους.

– Αθήνα- Βηρυτός. Δύση- Ανατολή.

Δύση -Ανατολή συνδεδεμένες με τον αιμάτινο λώρο της ιστορίας. Το βιβλίο κινείται γύρω από τις προσωπικές διαδρομές δυο γυναικών. Της Άριας και της Οριάνθης, που συναντιούνται στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1963 λίγο μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη. Ένα δραματικό περιστατικό αναγκάζει την Οριάνθη να αναχωρήσει εσπευσμένα για τη Βυρητό, όπου ζει ο πατέρας της, καθώς είναι Ελληνίδα του Λιβάνου, με ρίζες μικρασιατικές. Ζουν και οι δυο τα συγκλονιστικά γεγονότα της ιστορίας των δυο χωρών. Η Άρια την χούντα ως πολιτική πρόσφυγας στον Καναδά και η Οριάνθη εμπλέκεται στον αιματηρό εμφύλιο πόλεμο του Λιβάνου, αφού παντρεύτηκε Μαρωνίτη Χριστιανό-Φαλαγγίτη, μέλος του κόμματος που πρωταγωνίστησε στην εκατόμβη για είκοσι ολόκληρα χρόνια

– Γιατί επιλέχτηκε ο Λίβανος ως τόπος αφήγησης και όχι μια άλλη αραβική χώρα.

Με οδήγησε η μανία μου να μην πετώ τίποτα από τις διάφορες σημειώσεις και υποσημειώσεις σε ένα πλήθος αυτοκόλλητα χαρτάκια που μπορεί να βρίσκονται κολλημένα σε απίθανα τετράδια και ημερολόγια. Κάνοντας ξεσκαρτάρισμα έπεσα πάνω στο ημερολόγιο του 1999 των εκδόσεων Καστανιώτη, όπου μέσα βρήκα ένα τέτοιο αυτοκόλλητο. Έγραφε Λίβανος-εμφύλιος-πρόσφυγες, μαγαζάκι Λιβανέζικο στην οδό Εμμανουήλ Μπενάκη και άλλα ιερογλυφικά. Το θεώρησα σημαδιακό και άρχισα να ανασκαλεύω τη μνήμη και την γνώση, για να έρθω πίσω στα χρόνια της φιλοαραβικής πολιτικής του Ανδρέα Παπανδρέου, όταν στα δελτία ειδήσεων ο πόλεμος στον Λίβανο και οι μάχες στην κοιλάδα Μπέκαα, ήταν καθημερινό θέμα. Έχοντας και μια αφίσα εκείνης της εποχής με τη σφαγή στα Παλαιστινιακά στρατόπεδα Σάμπρα και Σατίλα, έδεσα τα γεγονότα με τη ζωή των ηρωίδων μου και μαζί όλων των ηρώων του βιβλίου.

– Τι συνδέει τη χώρα μας με τον Λίβανο;

Όλη η ιστορία. Η αρχαία Φοινίκη, η Ηλιούπολη, η Τύρος και η Σιδώνα. Οι ανταλλαγές, το αλφάβητο, και η κοινή μοίρα των λαών μας. Επαρχίες και τα δυο κράτη της Ρωμαϊκής, Βυζαντινής και Οθωμανικής αυτοκρατορίας, έζησαν τις συνέπειες της κυριαρχίας των ισχυρών. Και ύστερα στις βλέψεις των αποικιοκρατών, οι οποίοι αφού διαμέλισαν τον Μεγάλο Ασθενή, χώρισαν την περιοχή σε σφαίρες επιρροής. Έπειτα ας μην ξεχνάμε ότι μας βρέχει η ίδια θάλασσα. Και ο Λίβανος όπως και η Συρία δέχτηκαν μεγάλο όγκο Ελληνικού πληθυσμού από την Μικρασιατική καταστροφή και από τις γενοκτονίες Ποντίων και Αρμενίων.

– Θα χαρακτηρίζατε το βιβλίο ιστορικό;

Κατά μια έννοια. Περισσότερο μιλώ για τις επιπτώσεις των γεγονότων στις ζωές των ατόμων. Τη μετάλλαξη και την αγριότητα του ανθρώπου μέσα σε συνθήκες μισαλλοδοξίας, φανατισμού, εμπορευματοποίησης των πολέμων, όπου πια παίζονται αμύθητα κέρδη. Και φυσικά μιλώ για τον απλό άνθρωπο και το δικαίωμά του να ζει ελεύθερος μέσα σε έναν χώρο που έχει οριοθετηθεί σαν πατρίδα. Αυτό που στερούν έως σήμερα από τον Παλαιστινιακό λαό, τον Κουρδικό λαό και άλλους πολλούς ακόμα λαούς.

– Τελικά υπάρχει ελπίδα;

Η ελπίδα ως έννοια είναι μια μεταφυσική φενάκη. Επαφίεσαι σε κάποια Θεία Πρόνοια και παραιτείσαι από κάθε προσπάθεια αλλαγής, αφήνοντας αυτούς που διαφεντεύουν τον κόσμο να κάνουν ανενόχλητοι τη δουλειά τους. Για να γίνει ο κόσμος ανθρώπινος χρειάζεται γνώση η οποία με τη σειρά της οδηγεί στην αφύπνιση. Και αν φαίνεται αυτό ανέφικτο, όσον με αφορά δεν παύω να αγωνίζομαι για την ευτοπία. Φυσικά καμιά κυρίαρχη ιδεολογία δεν σου δίνει εύκολα τα όπλα της γνώσης με τα οποία θα την πολεμήσεις. Εδώ βρίσκεται και το κλειδί της ατομικής έρευνας και της ευθύνης.

 

Δημοσιεύθηκε στην Press Publica, στις 04/04/2019