Τρίτη, 04 Φεβρουαρίου 2020 12:45

Μια «Καραμέλα» με αναπάντεχη γεύση, του Γιάννη Νένε

Η «Καραμέλα» της Ελένης Πριοβόλου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη είναι μία νουβέλα με παραπλανητικό εξώφυλλο. Πίσω από το νοσταλγικό του ροζ, στην άλλη πλευρά του καθρέφτη, κρύβεται ένα αποφασισμένο, απειλητικό βλέμμα. Η γυναίκα – Καραμέλα μας υπόσχεται μια «διαβολεμένη ιστορία» και η σαγήνη της αρχίζει από την πρώτη σελίδα.

 

Η Φρόξη Καραμέλα, βέρα Αθηναία από πάππου προς πάππον, είναι κληρονόμος μιας ιστορικής καραμελοποιίας την οποία εξελίσσει και μετατρέπει σε προσωπικό της «ναό». Οι καραμέλες της είναι μοναδικές. Σκληρό το εκμαγείο τους, όμως η ουσία και η δύναμή τους βρίσκεται στο εσωτερικό τους – στο «ολύμπιο νέκταρ» που η ίδια παρασκευάζει, για να καταστεί, από απλή επαγγελματίας, μία πραγματική δημιουργός. «Θεό» αποκαλεί τον εαυτό της, και την κοινωνία έναν απέραντο «οίκο ενοχής», που στέκεται απέναντί της αντίπαλη και εχθρική.

Ένας μονόλογος που από τις πρώτες γραμμές μοιάζει να «εκλιπαρεί» για μία απολαυστική θεατρική ερμηνεία. Ανάμεσα σε εκφράσεις περασμένων δεκαετιών, αναφορές στην Αθήνα, σε πολιτικούς, σε εκφράσεις της νεολαίας αλλά και προσωπικού μεγαλείου, ανάμεσα σε δηλητηριώδεις λέξεις και σχόλια για την τηλεοπτική πραγματικότητα, ανάμεσα στο χιούμορ και τον εφιάλτη, νοιώθεις σαν να βλέπεις μία ηθοποιό με στόφα να ζωντανεύει αυτήν τη διχασμένη ηρωίδα.

Και, ναι, η παράσταση αυτή ήρθε. Και ανεβαίνει στο multi-tasking Θέατρο 104 της Ευμολπιδών, στις 14 Φεβρουαρίου με έναν τρόπο που μας τον περιγράφει με τον δικό της τρόπο η συγγραφέας, απαντώντας στις ερωτήσεις μας:

Περιγράψτε μας τον χαρακτήρα της ηρωίδας σας στην «Καραμέλα». Ξεκινάει από μια γλυκιά, ηλικιωμένη κυρία και καταλήγει σε μία σκοτεινή φιγούρα.

Η Φρόξη φοράει το εκμαγείο της γλυκιάς κυρίας. Οι άνθρωποι κυκλοφορούμε με «μάσκα». Είναι πολλοί οι λόγοι. Να ξεγελάσουμε, να παραπλανήσουμε, να επιβιώσουμε ή και να διασωθούμε. Κυρίαρχα αίτια είναι ο φόβος κάθε μορφής και από διάφορες πηγές. Ό,τι παρουσιάζεται εξωτερικά είναι αποτέλεσμα συμβιβασμών και μάλλον είναι αναγκαίο για την επιβίωση, μέσα σε μια κοινωνία δομημένη στο ψέμα, την υποκρισία και τις παντοειδείς συμβάσεις. Το φαίνεσθαι και το είναι αποτελούν το δίπολο πάνω στο οποίο στηρίχτηκε και το χτίσιμο της ηρωίδας. Η Φρόξη δεν καταλήγει σε σκοτεινή φιγούρα. Είναι σκοτεινή και φυσικά παράφρων. Απλώς η παραφροσύνη της ξεκινάει από κομπασμό και τελειώνει σε κρεσέντο. Κάτι σαν κύκνειο άσμα. Η τρέλα της ξεδιπλώνεται αργά ενώ από την αρχή ο αναγνώστης μπαίνει σε υποψία, αφού η Φρόξη συστήνεται και ως δημιουργός-Θεός.

Η «Φρόξη» είναι μία συμβολική φιγούρα αλλά παράλληλα ζει μέσα στη σύγχρονη ζωή και σχολιάζει πολύ ρεαλιστικά την πραγματικότητα. Πού θα την τοποθετούσατε στη σημερινή Αθήνα; Πού ζει; Πώς ντύνεται; Πού θα τη συναντούσε κανείς;

Η Φρόξη ζει κάπου στην Κηφισιά. Θα την ήθελα κοντά στο σταθμό του τρένου. Ντύνεται εκκεντρικά και κοιτάζει την πραγματικότητα αφ’ υψηλού. Κάποτε συνάντησα μια τέτοια γυναίκα. Φαινόταν υπέροχη. Καθόταν στο σκαλί μιας πολυκατοικίας. Έμοιαζε να σκέφτεται κάτι πολύ όμορφο να υπερίπταται πραγμάτων και σκοπών και χαμογελούσε γλυκά. Δίπλα της είχε φρούτα, ματσάκια από λεβάντα και μικρά τριαντάφυλλα. Πλησίασα να την φωτογραφίσω και έβαλε το χέρι της μπροστά. «Όχι φωτογραφίες παρακαλώ», είπε, και τα μάτια της μου πέταξαν τόσο φαρμάκι, που δεν θα μπορούσα να φανταστώ πως το έφερε μέσα της… Άρα λοιπόν θα μπορούσαμε να τη συναντήσουμε σε οποιοδήποτε σημείο της πόλης. Έπειτα κάθε πραγματικό γεγονός κρύβει και τον συμβολισμό του.

Γιατί διαλέξατε την καραμέλα σαν το όπλο της ηρωίδας σας;

Και εδώ θα σας απαντήσω για τον συμβολισμό. Όταν ήμουν έφηβη, μπήκα σε ένα όμορφο κατάστημα να αγοράσω καφέ. Πάνω στον πάγκο υπήρχαν γυάλες με καραμέλες. Λιμπίστηκα κάτι πράσινες γεμιστές με σιρόπι. Αγόρασα μερικές. Στο δρόμο πήρα μια και την άφησα στο στόμα μου να λιώσει. Όμως βαρέθηκα τη διαδικασία και την έσπασα. Ήταν τόσο καυτερή και τόσο επιθετική η αψάδα της που σχεδόν πνίγηκα από τον βήχα. Μου κόπηκε η ανάσα. Όλα τούτα που σας αναφέρω, στον δυνάμει συγγραφέα αποτελούν το προζύμι μιας μελλοντικής δημιουργίας.

Έχετε παιδικές αναμνήσεις από καραμέλες; Με τι τις συνδέετε στο μυαλό σας;

Την εποχή που ήμουνα παιδί το να σου φέρνει κάποιος καραμέλες ήταν σπουδαίο δώρο, καλοδεχούμενο από τα παιδιά αλλά και τους μεγάλους. Θυμάμαι τη γιαγιά μου που αναζητούσε διαρκώς μια καραμελίτσα για να «ξεφαρμακωθεί». Στα καφεκοπτεία της μικρής μας πόλης, οι καραμέλες παρήλαυναν σε γυάλινα δοχεία. Ήταν μια εικόνα αγαπημένη για μένα. Έπειτα με ενδιαφέρει αυτό που προείπα. Τι μπορεί να κρύβει μέσα από το σκληρό της περίβλημα; Ειδικά όταν πρόκειται για καραμέλες γεμιστές με σιρόπια.

Στο βιβλίο σας υπάρχει μία παρέα νεαρών που έχουν την «Φρόξη» σαν «ροκ θεά» τους, κάτι που φαίνεται να απολαμβάνει και η ίδια. Μιλήστε μας για αυτά τα νέα παιδιά. Τα συνδέετε με συγκεκριμένη μερίδα της νεολαίας της σημερινής κοινωνίας;

Πρόκειται για παιδιά της κάθε εποχής και της κάθε κοινωνίας. Για νέους που ενώ η Πολιτεία δείχνει να τα νοιάζεται, στην ουσία μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα τα θέλει «βίδες» μιας παραγωγικής μηχανής. Και όταν αντιδρούν τα θεωρεί αποσυνάγωγα. Στο βιβλίο αποτελούν μέρος του συμβολισμού. Εκπροσωπούν την αιώνια ανανέωση και την αντίδραση πριν τον ενήλικο συμβιβασμό. Πρόκειται ακόμα για το υλικό πάνω στο οποίο η Φρόξη θα στηριχτεί για να δημιουργήσει τις καραμέλες «Ανατροπή», πιστεύοντας με το σαλεμένο της μυαλό ότι έτσι θα ανατρέψει το παλαιό και το φθαρμένο.

Μεταξύ άλλων θίγετε με πολύ παραστατικό τρόπο και το ζήτημα της σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων. Πώς λειτουργεί αυτό στην εξέλιξη του χαρακτήρα της ηρωίδας σας;

Η σεξουαλική κακοποίηση είναι αυτή που οδηγεί την Φρόξη στην παραφροσύνη. Μαζί με τον σωματικό και ψυχικό βιασμό, υφίσταται και ένα σύνολο καταστάσεων όπως η υποκρισία και το ψεύδος στις κοινωνίες των ενηλίκων αλλά και της ίδιας της οικογένειας. Από μικρό παιδί αισθάνεται απροστάτευτο. Εκτεθειμένο στην εξουσία και τις ορέξεις των μεγάλων. Έτσι φτάνει στο σημείο να πάρει το νόμο στα χέρια της. Μα μήπως ο κάθε ένας από εμάς δεν νιώθει να «βιάζεται» καθημερινά από το σύστημα αξιών που μας κυβερνά; Από την αρπαγή των μισθών μας χωρίς να μπορούμε να αντιδράσουμε, την επιβολή άδικων νόμων για χάρη μιας σωτηρίας που δεν έρχεται, την ανελέητη προπαγάνδα των μέσων για να μας έχει δέσμιους του φόβου και της υποταγής.

Στο βιβλίο σας έχετε και έναν μετανάστη σαν πρόσωπο στη ζωή της ηρωίδας σας. Τι θέλατε να πείτε με αυτή τη σχέση;

Την υποκρισία της κοινωνίας μας σε σχέση με τους μετανάστες. Όλα τα βάζω στο στόμα της γειτόνισσας. Από τη μια μεριά διατρανώνει ότι δεν είναι ρατσίστρια και ότι έχει ευαίσθητη καρδιά και από την άλλη παρακαλεί τη Φρόξη να αναθέσει στον Αφρικανό που την υπηρετεί να ρίξει φόλα στον σκύλο της ετέρας γειτόνισσας επειδή την ενοχλεί. Για μεγάλο μέρος της κοινωνίας οι μετανάστες αποτελούν κάτι σαν res. Για κάθε εποχή και για κάθε κοινωνία αυτό ήταν οι μετανάστες. Στρατιές υπηρετών και δούλων. Όμως για την Φρόξη ο μετανάστης της είναι ο σιωπηλός σύντροφος, που δεν την κρίνει, την πιστεύει και την υπηρετεί. Για τούτο και τον προορίζει για διάδοχο της «βασιλείας της». Στο έργο υπονοείται η πονεμένη του ιστορία με τη φράση, «Ο Λουάν δε μιλάει. Κάποιοι του έκοψαν τη γλώσσα…..»

Χωρίς να κάνουμε σπόιλερ, μπορείτε να μας μιλήσετε για τη σκοτεινή τροπή που παίρνει η ιστορία της Φρόξης;

Η σκοτεινότητα της Φρόξης υποδηλώνεται από τη στιγμή που συστήνεται και λέει τη φράση, «χωρίς να θεωρηθεί ασέβεια, δημιουργός σημαίνει θεός» ή στο σημείο που λέει «η καμινάδα μου σκορπάει καθαρμούς και αυτοί εκεί έξω θέλουν να μου τη σφραγίσουν». Σταδιακά, από τον τρόπο που προσφέρει καραμέλες εντείνεται η σκοτεινότητα των προθέσεών της μέχρι την κορύφωση του έργου.

Θέλατε να μεταδώσετε κάποιο πολιτικό μήνυμα με την «Καραμέλα»; Και ποιο είναι αυτό;

Μήνυμα κανένα. Η Φρόξη μας ξεναγεί στο γενεαλογικό της δέντρο που συνδέεται άρρηκτα με την ιστορία της Νεότερης Ελλάδας. Ο πρώτος παππούς ήταν επιστάτης του Βοεβόδα των Αθηνών, τα είχε καλά με τους Οθωμανούς και εκείνοι για ανταμοιβή τον έκαναν γαιοκτήμονα, ο δεύτερος παππούς πολιτεύτηκε και έφαγε την περιουσία για να αγοράζει ψήφους, ο τρίτος έγινε βιομήχανος καραμέλας που πτώχευσε με το κραχ επί Βενιζέλου κ.ο.κ. Μέσα από μια οικογενειακή ιστορία διαβαίνει η κακοδαιμονία του πολιτικού μας συστήματος, οι πτωχεύσεις, οι πόλεμοι, οι αδελφοσκοτωμοί, η ελαφρότητα του βίου των τελευταίων δεκαετιών και ενός λαιφ στάιλ που διάβρωσε την Ελληνική κοινωνία και έφερε την πνευματική χρεωκοπία.

Πώς είναι να βλέπετε τη νουβέλα σας να μεταφέρεται στη θεατρική σκηνή; Πώς νοιώθετε που η ηρωίδα σας παίρνει σάρκα και οστά;

Είναι μια εμπειρία ασυνήθιστη για μένα. Η συγγραφή κλείνει ατελείωτες ώρες μοναξιάς. Στην περίπτωση μιας παράστασης πρόκειται για ομαδική προσπάθεια. Η εξαιρετική ηθοποιός Λουκία Πιστιόλα φαντάστηκε με τον δικό της τρόπο το «τοπίο» της Φρόξης και την τοποθέτησε μέσα του με τρόπο πρωτοποριακό και μοντέρνο. Κοντά της, μια παρέα νέων και εξαιρετικά ταλαντούχων δημιουργών. Η χορογράφος Λουκιανή Παπαδάκη, η ενδυματολόγος Φανή Σκουλικίδη, η μουσικός Φωτεινή Τσακνάκη και ο Χριστόφορος Κώνστας με τον Χρήστο Μαγγανά, που έχουν την ευθύνη του σκηνικού, του φωτισμού και των video art, υλοποιούν το όραμά της με τον καλύτερο τρόπο. Όσο για την ηθοποιό Μαρία Μαυροματάκη, θαρρώ πως υποδύεται ιδανικά τον ρόλο. Εγώ μαθητεύω κοντά τους και μαθαίνω. Με τη Λουκία Πιστιόλα μας δένει η ιστορία της εφηβείας μας καθώς φοιτήσαμε στο ίδιο σχολείο. Είναι ευτυχής για μένα η συγκυρία της επανασύνδεσής μας για να ενώσουμε τη λογοτεχνία με την θεατρική πράξη.

Μιλήστε μας για την παράσταση που ανεβαίνει στο «104». Είναι ένας μονόλογος με εκπλήξεις; Είναι ένα πορτρέτο μαύρου χιούμορ;

Δεν είναι ακριβώς μονόλογος αλλά παράσταση, χάρη στο σύνολο των τεχνών που πλαισιώνουν το έργο. Μαζί με τη βασική ηρωίδα παίζει και ο ταλαντούχος ηθοποιός, απόφοιτος του Εθνικού θεάτρου, Ρίνο Τζάνι. Επίσης στα video art διαδραματίζονται σκηνές του έξω κόσμου. Όλο αυτό που η Φρόξη το περιγράφει με μια κομβική φράση. «Ένας απέραντος οίκος ανοχής αυτή η χώρα. Και ενοχής», γράφεται σε κινηματογραφικά πλάνα.

Αν είχε γεύση η παράσταση της «Καραμέλας» ποια θα ήταν αυτή;

Θα είχε την γεύση εκείνης της παραπλανητικής καραμέλας των νεανικών μου χρόνων, που μου έδωσε την εντύπωση της ανοιξιάτικης αύρας και τελικά πήγε να με «στείλει», με την αψάδα του σιροπιού της. Αυτό είναι η «Καραμέλα».

Κείμενο: Ελένη Πριοβόλου
Σκηνοθετική επιμέλεια: Λουκία Πιστιόλα
Ενδυματολογία: Φανή Σκουλικίδη
Κατασκευή κοστουμιού: Φανή Σκουλικίδη, Άννα Σοφία Τάμπλερ
Χορογράφος – Βοηθός σκηνοθέτη: Λουκιανή Παπαδάκη
Σκηνογραφία – Video art: Χριστόφορος Κώνστας, Χρήστος Μαγγανάς @ XSQUARE DesignLab
Πρωτότυπη μουσική: Φωτεινή Τσακνάκη
Φωτογραφίες – Γραφιστικά: Πάτροκλος Σκαφίδας

Παίζουν: Μαρία Μαυροματάκη, Ρίνος Τζάνι

 

Γιάννης Νένες

Δημοσιεύθηκε στην Athens Voice, στις 31-01-2020