Πέμπτη, 26 Μαΐου 2016 19:07

Συνέντευξη με την ΕΛΕΝΗ ΠΡΙΟΒΟΛΟΥ

Είναι πραγματική χαρά και τιμή η παραχώρηση της παρούσας συνέντευξης από την εξαίρετη συγγραφέα κ. Ελένη Πριοβόλου. Το έργο της πολύ αξιόλογο και ποικίλο, καθώς αριθμεί είκοσι πέντε βιβλία, εκ των οποίων τα πέντε είναι για ενηλίκους και τα είκοσι για παιδιά και νέους. Η συναρπαστική «Τριλογία των Αθηνών», έχει αφήσει τις καλύτερες εντυπώσεις σε αναγνώστες και κριτικούς, ενώ είμαι βέβαιη πως έχει πολλά ακόμα να μας δώσει στο μέλλον. Την ευχαριστώ, λοιπόν, ολόψυχα για τον χρόνο που διέθεσε για να απαντήσει στο ερωτηματολόγιο των «Φίλων Της Λογοτεχνίας», της εύχομαι καλή επιτυχία και "μακροημέρευση" – όπως η ίδια μας είπε στη συνέντευξη και, ίσως, είναι η καλύτερη ευχή – σε όλα της τα πονήματα και σας προσκαλώ να διαβάσετε τις πολύ εύστοχες και ουσιώδεις απαντήσεις της, ώστε να γνωρίσετε κι εσείς λίγο καλύτερα την αξιόλογη κ. Ελένη Πριοβόλου!

Αγαπητή κ. Πριοβόλου, μας έχετε ήδη χαρίσει είκοσι πέντε εξαιρετικά βιβλία για ενηλίκους, εφήβους και για παιδιά, μεταξύ των οποίων και την εξαιρετικά δημοφιλή σειρά σας «Η Τριλογία Των Αθηνών». Ποιό ήταν το έναυσμα για την ενασχόλησή σας με τον κόσμο της λογοτεχνίας και το αντικείμενο της συγγραφής;

Θαρρώ πως ήρθαν οι λέξεις να με συναντήσουν, σε μια εποχή που η φωνή έψαχνε την έκφρασή της. Μεγάλωσα, σχεδόν, μέσα στη δικτατορία – διότι και στη μεταπολίτευση η λεγόμενη δημοκρατία άργησε πολύ να βρει τους ρυθμούς της – σε ένα ιδιαίτερα αυταρχικό σχολικό περιβάλλον και το εθιμικό δίκαιο μιας κλειστής, επαρχιακής κοινωνίας να σε οδηγεί μοιραία σε ένα παιχνίδι ψεύδους και ψευδαισθήσεων σαν μέσον επιβίωσης. Από την άλλη φρύαζε εντός μου ένας νεαρός εαυτός ο οποίος έψαχνε εναγωνίως μιαν αλήθεια και μια καθαρότητα σκέψης και τρόπου ζωής. Ένας εαυτός επαναστατημένος που ήθελε να φωνάξει δυνατά! Και επειδή τον φίμωναν, τον παραπλανούσαν και τον οδηγούσαν στην ιδιότυπη σκλαβιά, μετονομασμένη σε "ελευθερία επιλογής", άρχισε κρυφά να εκφράζει την αλήθεια του με τις λέξεις, σαν μια μορφή αντίστασης!

Από πού αντλείτε την έμπνευση για κάθε έργο σας και κάθε χαρακτήρα και πόσο δύσκολο είναι να συγκεντρώσετε τις απαραίτητες πληροφορίες, όταν αυτές απαιτούνται, ώστε να συνδυάσετε τυχόν ιστορικά γεγονότα, τόπους και μυθοπλασία στα βιβλία σας;

Για τον κάθε δημιουργό η έμπνευση είναι πανταχού παρούσα, αρκεί να έχει την ικανότητα να την αντλήσει με τρόπο που θα την μετουσιώσει σε έργο τέχνης και όχι απλής τεχνικής. Προσωπικά αφουγκράζομαι τους ρυθμούς της καθημερινότητας και παρατηρώ πράγματα που μπορεί σε άλλον να μοιάζουν μια αδιάφορη ρουτίνα. Και όμως πολλές φορές ένα φαινομενικό τίποτα, ένα "κουρελάκι", έχει γίνει "κάτι". Είμαι άνθρωπος των αέναων οδοιποριών, ανοιχτή στην κοινωνία και τις προκλήσεις της, λάτρης της ιστορικής έρευνας και του ποιητικού λόγου. Μανιώδης αναγνώστρια και οργισμένη πολίτις! Όλα αυτά δημιουργούν το προζύμι της δημιουργίας. Το ερευνητικό υλικό για τα μυθιστορήματα εποχής, αντλούνται από το πλήθος των ιστορικών πηγών, των εφημερίδων και περιοδικών, από τα κείμενα των αλλοτινών συγγραφέων, από πρακτικά, κατάστιχα, αρχεία, ταινίες, αφηγήσεις ζώντων και ημερολογίων, από χρονικά και φυσικά το πλούσιο αρχείο της ΕΡΤ. Πλέον υπάρχουν πολλά από τα αρχεία σε ψηφιακή μορφή και η έρευνα διευκολύνεται σε σχέση με το παρελθόν.

Συνήθως, οι περισσότεροι συγγραφείς έχουν σπουδάσει κάποιο αντικείμενο, είτε ασκούν ως επάγγελμα κάτι εντελώς διαφορετικό από την συγγραφική τους ιδιότητα. Θα θέλατε να μας μιλήσετε σχετικά με αυτό και να μας πείτε πόσο αρμονικός είναι ο συνδυασμός όλων αυτών και κατά πόσο αλληλοεπηρεάζονται οι επιμέρους ιδιότητές σας;

Εξαρτάται πόσο εργάζεται κανένας με τον εαυτό του για την αρμονική συμβίωση των δυο καταστάσεων. Τι ζητά και τι απαιτεί από το περιβάλλον του. Πόσο πάλεψε να σπάσει το σκληρό κέλυφος του εγωκεντρικού πυρήνα. Για μένα ο χώρος της συγγραφής είναι η αναγκαία συνθήκη επιβίωσης και αναδημιουργίας του κόσμου «όπως θα ήθελα να τον ζήσω». Είναι ο τόπος πειραματισμού για το πόσο είναι εφικτό να πραγματωθεί κάτι που μοιάζει ουτοπία. Είναι ένας άλλος κύκλος ζωής ομόκεντρος με την βιωτή. Σαν ομόκεντροι οι κύκλοι δεν μπαίνουν σε συγκρουσιακή τροχιά, αλλά αρμονικά σαν ένας, κάνουν το γύρο τους. Και αν, όπως λέει ο Γιάννης Ρίτσος στο «Τρακτέρ», «...ανίσχυρος στη μέση να σταθώ/ και να ‘χω κύκλο πάνοπλους αντάρτες μου τους στίχους/ να βάζω τ’ άστρα κράνος μου στο μέτωπο τ’ ορθό/ και των εχθρών μου ατρόμητος να προσπερνώ τους τοίχους....»

Έχετε συμπεριλάβει ποτέ στα βιβλία σας κάποια προσωπικά σας βιώματα; Πόσο εύκολο, ή επώδυνο ήταν αυτό και πόσο εφικτή ήταν η αντικειμενική προσέγγισή τους συγγραφικά;

Εκτός από τα αμιγώς ιστορικά βιβλία, που και σε αυτά με οδήγησε η πολιτική μου θέση και ο τρόπος που αντιλαμβάνομαι την αλήθεια, όλα τα έργα έχουν σαν αφορμή ένα βίωμα. Όμως στην πορεία ξεφεύγω εντελώς από την απαρίθμηση των βιωμένων καταστάσεων και μπαίνω στο λογοτεχνικό στερέωμα όπου τα πάντα λαμβάνουν μια άλλη μορφή. Διότι στο έργο εισέρχεται και η συμβολική γλώσσα, η ποιητική διάσταση, το αφανέρωτο πίσω από το εκμαγείο του ορατού. Έτσι το αποτέλεσμα μοιάζει σαν προσωπογραφία σε κοίλο κάτοπτρο.

Έχετε καταπιαστεί με πολλά και διαφορετικά θέματα, ενώ σημαντικό ρόλο στο έργο σας παίζει η παιδική και εφηβική λογοτεχνία, αν λάβουμε υπόψη το πλήθος των έργων σας για νέους και παιδιά. Τι αποτελεί για εσάς τη σημαντικότερη και ίσως ανεξάντλητη "πηγή ιδεών" στη συγγραφή;

Η ανανέωση των γερασμένων κοινωνικών κυττάρων είναι τα παιδιά και οι νέοι. Αποτελούν για μένα όχι μόνο έμπνευση αλλά και "πηγή ύδατος ζωής". Ανοίγω διάλογο με θέματα που τους απασχολούν αλλά συγχρόνως μπαίνω και στη διαδικασία γεφυρώματος του χάσματος ανάμεσα στις γενιές. Αφουγκράζομαι τον ρυθμό τους και διαπιστώνω πως τηρουμένων των αναλογιών και των εποχών οι ανησυχίες παραμένουν οι ίδιες, απλώς η τεχνολογική εξέλιξη μοιάζει να αλλάζει εντελώς το τοπίο. Μέσα από τα παραμύθια και τα βιβλία που απευθύνονται σε μικρότερες ηλικίες, καταφέρνω να διατηρώ μια καθαρότητα και μια ειλικρίνεια αναγκαία στη συγγραφή. Όσο για τις πηγές έμπνευσης, δεν υπάρχει μια σταθερή άντληση αλλά κάθε φορά κάτι απρόβλεπτο έρχεται να με συναντήσει, να με συγκινήσει ή να με συγκλονίσει. Αφήνω πρώτα να καταλαγιάσει η συγκινησιακή κατάσταση και η εν θερμώ καταγραφή και αν ακόμα συνεχίζει να με γρατζουνάει το θέμα, σκύβω πάνω του για όσο χρόνο με πάρει.

Πιστεύετε πως το επιστημονικό υπόβαθρο είναι απαραίτητο για τη συγγραφή ενός βιβλίου, ή αρκεί το έμφυτο συγγραφικό ταλέντο, η φαντασία και οι εμπειρίες του συγγραφέα;

Ένας καλός συγκερασμός και των δυο καταστάσεων θα ήταν προτιμότερος. Όμως δεν πιστεύω στο λεγόμενο επιστημονικό υπόβαθρο που μπορεί να οδηγήσει το έργο σε τεχνική κατάθεση άρτια μεν χωρίς ψυχή δε. Σαν άνθος θερμοκηπίου. Δεν πιστεύω! Μαθαίνω! Αυτό είναι το δικό μου μότο. Η ζωή μου περνάει μελετώντας τας γραφάς. Δάσκαλοι μου υπήρξαν οι μεγάλοι κλασσικοί, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους δεν είχαν ούτε μεταπτυχιακά ούτε διατριβές. Έπειτα ήρθαν στην πορεία μου οι μοντερνιστές που ανέτρεψαν μέσα μου κάθε συμβατή σχέση με την τέχνη. Πέρασα μέσα από σχολές και διάφορους "ισμούς", θεωρώντας και αναθεωρώντας την κάθε στιγμή. Το ταλέντο φυσικά αποτελεί αναγκαία συνθήκη, αλλιώς δεν έχεις κάτι που να σου μιλάει μέσα σου και να μη σε αφήνει σε ησυχία. Το ακούς αλλά το καλλιεργείς και το εξελίσσεις.

Υπάρχει κάποιο μοτίβο ως προς το πότε σας "επισκέπτεται" η συγγραφική σας έμπνευση; Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη ώρα, διάθεση, ή τόπος ίσως, που να σας προδιαθέτει να γράψετε, ή είναι κάτι που "ρέει" αβίαστα από μέσα σας συνέχεια;

Έχω πλέον την πολυτέλεια να ζω μέσα στο συγγραφικό στερέωμα. Η πιο δημιουργική μου ώρα είναι η αυγή. Υπάρχει μια διαύγεια στο πνεύμα μου εκείνη την ώρα. Η απόσυρση του σκοταδιού και η προσφορά φωτός αποτελούν έναυσμα ζωής και ευγνωμοσύνης για την καινούρια μέρα. Έπειτα, αφού ρίξω με τον τρόπο μου σπονδές, ένα φλιτζάνι καφές και η θέαση του Σαρωνικού στην Αττική ή του Ιονίου στη γενέθλια γη, μου είναι αρκετά....

Όταν ολοκληρώνετε ένα νέο μυθιστόρημά σας αρκείστε στη δική σας μόνο γνώμη και αξιολόγηση, πριν προχωρήσετε στην έκδοσή του, ή αναζητάτε πρώτα την άποψη κάποιου οικείου σας προσώπου του οποίου την κρίση εμπιστεύεστε;

Οι συγγραφείς, είμαστε μια περίεργη φυλή. Εγωκεντρικά δεμένοι με τις λέξεις που αγαπήσαμε και μοχθήσαμε να τις τοποθετήσουμε στο κείμενο. Περισσότερο πρόκειται για ανασφάλεια που και οι ίδιοι δεν αποδεχόμαστε. Πλέον, και μετά από χρόνια πάλης με τα στοιχειά και τα στοιχεία της γραφής, εμπιστεύομαι τους συνεργάτες μου στις εκδόσεις Καστανιώτη. Η τεράστια πείρα τους με έχει πάει ένα βήμα πιο πέρα αλλά και εγώ έριξα πολλές φορές τη μύτη χαμηλότερα. Τους φίλους και τους οικείους μου, τους προορίζω για πρώτους αναγνώστες, αυτούς που θα αγκαλιάσουν στοργικά και θα ευχηθούν μακροημέρευση και όχι μια εφήμερη επιτυχία, στο κάθε νέο μου γέννημα.

Από τα βιβλία σας υπάρχει κάποιο το οποίο ξεχωρίζετε, στο οποίο ίσως έχετε μεγαλύτερη αδυναμία και γιατί; Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για κάποια από τα βιβλία σας και, γιατί όχι, την ιστορία "πίσω από την ιστορία" του καθενός;

Επειδή τα βιβλία είναι πολλά θα έκανα κατάχρηση του χώρου σας για να τα αναπτύξω. Το κάθε βιβλίο κλείνει μέσα του ένα πρόσωπο, μια κατάσταση, μια εποχή σημαντική για μένα. Τι να αναφέρω; Στο πρώτο μου βιβλίο «Ένας γελωτοποιός για κλάματα», υπάρχω αυτούσια όταν σε πολλή νεαρή ηλικία έπρεπε να συνδυάσω, σπουδές, μητρότητα, εργασία. Στον «Τρυφεράκανθο», είμαι πάλι εγώ που ενώ γεννήθηκα ένα πλάσμα με άφατη τρυφερότητα, χρειάστηκε να φορέσω αγκάθια και να γίνω ακανθόχοιρος για να προστατεύσω αυτή την τρυφερότητα σε έναν κόσμο άγριο και ελάχιστα ανεκτικό με το διαφορετικό. Στο «Κόκκινο πουλί που το έλεγαν φλόγα» και το «Δρόμο του μπλε φεγγαριού», ανοίγει ο δρόμος-προορισμός σε μια Ελλάδα λατρεμένη, που χάνει σταδιακά την ταυτότητά της. Στο «Σύνθημα» ανακινείται το θέμα της προσφυγιάς και της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Στην «Καπετάν Ζωή», προτείνεται μια αντικαταναλωτική στάση ζωής. Στους «Φύλακες των αστεριών» ανοίγεται ένας διάλογος με τη Μουσουλμανική κοινότητα της Θράκης. Στο βιβλίο «Vino Santo» η ανατροπή του εθιμικού δικαίου έρχεται μέσα από την οινική δημιουργία-επανάσταση ενός οραματιστή αμπελουργού. Και την «Τριλογία των Αθηνών», διατρέχει το "τις πταίει" στη πολιτική μας κακοδαιμονία από το 19ο αιώνα μέχρι τις μέρες μας...

Η συγγραφέας Ελένη Πριοβόλου βρίσκει το χρόνο να διαβάζει και για δική της ευχαρίστηση και όχι μόνο για έρευνα πάνω σε κάποιο μελλοντικό βιβλίο της; Εφόσον συμβαίνει αυτό, ποιό είδος λογοτεχνίας προτιμάτε περισσότερο ως αναγνώστρια και γιατί;

Διαβάζω πολύ! Κυρίως ποίηση και δοκίμια. Ανατρέχω συχνά στην αρχαία Ελληνική Γραμματεία, στους κλασσικούς και στους συμβολιστές, ασχέτως αν η δική μου γραφή ρέπει προς τον ρεαλισμό. Προτιμάω βιβλία που με παιδεύουν και έχουν ένα βάθος το οποίο πρέπει να είμαι σε θέση ανά πάσα στιγμή να το ανασύρω και να το καταστήσω γνώση ή απόλαυση αναλόγως. Αν το ιστορικό μυθιστόρημα έχει την σοβαρότητα της έρευνας αλλά και τη μυθοπλαστική δεινότητα το διαβάζω με μανία. Εν κατακλείδι, με ενδιαφέρει να διαβάζω ένα καλό ανάγνωσμα που να με εκπλήσσει διαρκώς, να έχει δυνατή γλώσσα ή πιστή στο πνεύμα του δημιουργού μετάφραση. Αδίκησα πολλά βιβλία ένεκα της κακής μετάφρασής τους. Γενικώς, δεν μου πάει η ευθεία γραφή με ένα καλό τέλος αλλά ο μίτος που θα με οδηγεί αλλά και θα μου αφήνει περιθώρια διαλόγου με το έργο.

Ποιά είναι τα αγαπημένα σας βιβλία και συγγραφείς; Θεωρείτε ότι έχετε δεχθεί επιρροές από κάποιους ομότεχνούς σας, έλληνες ή ξένους, σύγχρονους ή κλασσικούς, στο δικό σας τρόπο γραφής, ύφους ή θεματολογίας;

Δε ζηλεύω. Προσπαθώ να εξελίσσομαι ανατρέποντας διαρκώς τα όσα ξέρω. Μεγάλωσα με Παπαδιαμάντη, Βιζυηνό, μυθιστορίες της γενιάς του ‘30 και μεταπολεμικούς συγγραφείς. Ξεχώρισα τον Μυριβήλη, τον Στέλιο Ξεφλούδα, τον Σκαρίμπα, την Αξιώτη, τον Άρη Αλεξάνδρου, τον Μάτεση... Διαβάζω από μεταφράσεις πολύ παγκόσμια λογοτεχνία και ποίηση, αλλά παρακολουθώ και τους σύγχρονους ομότεχνους. Καθημερινά δέχομαι επιρροές από αναγνώσεις οι οποίες έρχονται να ενσωματωθούν με έναν τρόπο μαγικό στη δική μου μαγιά. Είναι η αναγκαία όσμωση ετερόκλητων – ίσως – στοιχείων που ζυμώνονται σε αδιάσπαστο αποτέλεσμα.

Από την ελληνική και παγκόσμια λογοτεχνία υπάρχει κάποιο βιβλίο το οποίο έχετε λατρέψει, το οποίο "ζηλεύετε" ως λογοτεχνικό έργο και θα θέλατε, ή ονειρεύεστε να έχετε συγγράψει εσείς;

Επειδή αυτόν τον καιρό ασχολούμαι με την περίοδο του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου έχω νωπό στη μνήμη του το έργο του Μυριβήλη «Η ζωή εν τάφω!» Το είχα διαβάσει πολύ νέα και τώρα ξαφνικά στην ώριμη ανάγνωση το είδα με εντελώς άλλη ματιά. Πρόκειται για μεγάλο έργο. Επίσης με καθήλωσε, «Ο Τζούντ ο αφανής» του Τόμας Χάρντυ και οι «Περιπέτειες του Όγκι Μάρτς» του Σολ Μπέλοου.

Πιστεύετε πως ο συγγραφέας πρέπει να ταξιδεύει ώστε να έχει κάποια βιώματα από τις χώρες και τις τοποθεσίες τις οποίες, τυχόν, περιγράφει στα βιβλία του και πόσο εφικτό είναι αυτό στην πράξη κατά τη γνώμη σας; Είναι απαραίτητο κάτι τέτοιο, απλά και μόνο, για την "διεύρυνση των οριζόντων" του;

Η ανάσα του τόπου που περιγράφει κανείς πρέπει να ενσωματωθεί με το λογοτεχνικό τοπίο και τούτο γίνεται πιο αληθινό εάν έναν τόπο τον βιώσεις. Ειδάλλως μπορεί περιγραφικά να είναι κάτι άρτιο από περιηγήσεις στο ιντερνέτ, τους ταξιδιωτικούς χάρτες ή το ταλέντο του συγγραφέα, δεν παύει όμως να πρόκειται για έργο αληθοφανές. Την Ελλάδα θέλω να πιστεύω την έχω εξαντλήσει επειδή χρειάστηκε να γράψω για τόπους όπως η Βάλια Κάλντα, τα Ζαγόρια, η Θράκη ή η άγονη γραμμή. Την Αθήνα την περιδιαβαίνω ανελλιπώς. Για μια χώρα του εξωτερικού δεν πρόκειται να γράψω επειδή οι ντόπιοι σίγουρα θα τα πουν καλύτερα από μένα. Όμως «οίδα ανθρώπων άστεα και νόον έγνω», παρόλο που δεν αγαπώ τις πτήσεις. Κάνω ωστόσο βουτιές στους φόβους και τις φοβίες μου, προκειμένου να πάρω γεύση μιας άλλης κουλτούρας, οικείας πάντως σε μένα μέσα από τις αναγνώσεις της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Θεωρείτε ότι ο συγγραφέας θα πρέπει να ασχολείται με διαφορετικά είδη λογοτεχνίας και να "πειραματίζεται" θεματολογικά, ρισκάροντας το υπάρχον αναγνωστικό του κοινό, ή θα όφειλε να εμμένει στο είδος που τον έχει καθιερώσει;

Δεν υπάρχει συνταγή. Προσωπικά χωρίς καμιά σκοπιμότητα, δοκιμάζω πολλές φόρμες. Από μυθιστορήματα 600 σελίδων όπως είναι το βιβλίο «Για το όνειρο πώς να μιλήσω», μέχρι ευσύνοπτες ιστορίες όπως το «Φωνές στο νερό», και το παραμύθι «Ο Τρυφεράκανθος». Υπάρχουν θέματα που μπορείς να τα καταθέσεις σε ελάχιστες σελίδες ή και σε μια μόνο φράση. Όμως και τα θέματά μου ποικίλουν. Με θέλγει η ιστορία αλλά και θέματα της επικαιρότητας που συνιστούν ιστορικό γεγονός σε σχέση με το μέλλον. Όμως με αφορούν και προσωπικές ιστορίες ιδιαίτερων ανθρώπων και ψυχολογιών, όπως αυτές που περιγράφω στο βιβλίο «Φωνές στο νερό». Όσο για το αναγνωστικό κοινό έχει και αυτό τους κανόνες του. Ποικίλει όπως και τα θέματα. Υπολογίζω πολύ στο κοινό, χωρίς να επιδιώκω να παραμείνει σταθερό και αμετάβλητο.

Πιστεύετε πως οι συγγραφείς οφείλουν να προβληματίζουν τους αναγνώστες "κεντρίζοντας" τη σκέψη τους, ή ο σκοπός των βιβλίων τους θα έπρεπε να είναι καθαρά και μόνο ψυχαγωγικός; Εσείς, ποιά μηνύματα επιδιώκετε να "περάσετε" στους αναγνώστες σας και σε ποιό είδος αναγνωστικού κοινού, συνήθως, απευθύνεστε μέσα από το συγγραφικό έργο σας;

Εγώ απλώς εκφράζομαι. Δημιουργώ το δικό μου σύμπαν και τις «ολβίες πολιτείες» μου και το προσφέρω στο αναγνωστικό κοινό. Στην τέχνη δεν ξέρω αν οφείλει κάτι συγκεκριμένο ο δημιουργός. Αυτός καταθέτει και ό,τι είναι ο ίδιος βγαίνει ή πρέπει να βγαίνει αβίαστα και χωρίς δογματισμούς και στο έργο. Όταν το έργο παραδοθεί στην κρίση του κοινού θα βρει τους δικούς του συνοδοιπόρους. Όσο για το είδος του αναγνωστικού κοινού δεν θέλω να κάνω διαχωρισμούς. Τα βιβλία είναι εδώ και όσοι τα προσεγγίσουν αυτό θα είναι και το κοινό τους. Μηνύματα δεν περνώ. Αυτό σημαίνει διδακτισμό και προς Θεού μακριά. Πασχίζω μόνο να είμαι αποστασιοποιημένη από κάθε υποκειμενισμό, τουλάχιστον στα βιβλία με υπόβαθρο ιστορικό.

Θεωρείτε πως η σύγχρονη πραγματικότητα μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για ένα συγγραφέα και, ειδικότερα, οι τόσο δύσκολες καταστάσεις που βιώνουμε τελευταία στην πατρίδα μας αλλά και διεθνώς, όπως οι οικονομικές κρίσεις, οι τρομοκρατικές επιθέσεις φανατικών, η προσφυγιά και η μετανάστευση; Ή μήπως το ζητούμενο από τους αναγνώστες είναι ακριβώς η "φυγή" από αυτήν την ζοφερή πραγματικότητα;

Η φυγή δεν λύνει κανένα πρόβλημα. Προτιμώ τη συνειδητοποίηση από την πρόσκαιρη διαφυγή. Η σημερινή κατάσταση είναι η ίδια με κάθε άλλη, που σέρνει τα δεινά της ανθρώπινης μοίρας. Ποια εποχή δεν είχε προσφυγιά, μετακινήσεις πληθυσμών, εκτοπίσεις, πολέμους, πείνα και δυστυχία; Εκτός αν αποκαλούμε αναγέννηση τις δεκαετίες της χάρτινης διασκέδασης, του λάιφ στάιλ και της σκουπιδοφαγίας των Μέσων. Λησμονήσαμε γρήγορα τους μετανάστες από τις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού, του πρόσφυγες ένεκα του πολέμου στη Σερβία, το Ιράκ και το Αφγανιστάν. Τους παγκόσμιους πολέμους, τα οικονομικά κραχ και τους εθνικούς διχασμούς. Απλώς πάντα πιστεύω στο τέλος της μιας εποχής για τον ερχομό μιας άλλης. Δεν αναλύω αν θα είναι χειρότερη η καλύτερη. Όλα εξαρτώνται από το πόσο συνειδητοποιημένοι ή θύματα της προπαγάνδας είναι οι πολίτες.

Είχατε κάποιους "ενδοιασμούς" όταν αποφασίσατε να δώσετε το πρώτο σας βιβλίο προς έκδοση; Αγωνιούσατε ως προς την αποδοχή που θα τύχαινε από το αναγνωστικό κοινό; Η θεματολογία των περισσοτέρων βιβλίων σας, πιστεύετε πως παίζει τον δικό της ρόλο στην αποδοχή αυτή;

Αδαής και περίτρομη είδα να τυπώνεται το πρώτο μου βιβλίο στα 21 μου χρόνια. Το πήγε στις εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, ο καλός μου φίλος Δημήτρης Ραβάνης Ρεντής. Μου είπε ότι άξιζε να διαβαστεί επειδή μιλούσε για την ανεργία. Έτος 1981. Άρα τα προβλήματα υπήρξαν και τα θέματα στη λογοτεχνία παραμένουν αναλλοίωτα. Δεν είναι μόνο σημερινά. Ξεκίνησα με τόση αθωότητα τη συγγραφή που την έβλεπα σαν μια πράξη επαναστατική. Ασύνειδα λειτούργησα και βρέθηκα με ένα βιβλίο στον πάγκο. Ήταν όμως, όντως, άλλοι καιροί σε σχέση με την ποσότητα των εκδιδόμενων βιβλίων. Λιγότερες οι εκδόσεις, λίγοι οι αναγνώστες και καμιά έγνοια γι’ αυτό που λέγεται προβολή. Τρόμαξα μπορώ να πω και στρώθηκα κάτω για να αποκτήσω πάνω από όλα συνείδηση. Όσο για τη θεματολογία, δεν πιστεύω ότι αυτό ήταν που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αποδοχή. Μιλάω στο αναγνωστικό κοινό με ειλικρίνεια και ψυχή. Και οι αναγνώστες το εισπράττουν είτε συμφωνούν είτε διαφωνούν.

Εσείς, με την έως τώρα πείρα σας στον χώρο της συγγραφής και των εκδόσεων, τί θα συμβουλεύατε όλους τους νέους επίδοξους συγγραφείς, που ονειρεύονται να δουν κάποτε ένα βιβλίο τους στις προθήκες των βιβλιοπωλείων και, ιδιαίτερα, εν μέσω αυτής της δύσκολης οικονομικής συγκυρίας;

Δεν μου αρέσει να δίνω συμβουλές αλλά να μοιράζομαι εμπειρίες. Καιροί ου μενετοί για ευχολόγια. Θέλει δουλειά, πάθος, ανατροπή του τύραννου εαυτού, άπειρες ώρες δουλειάς, σοβαρότητα και κυρίως ταπεινοφροσύνη. Για μένα την ίδια αξία έχει ο δημιουργός ενός ζευγαριού χειροποίητων παπουτσιών με εμένα τον συγγραφέα. Διαβάζω αξιοζήλευτα βιβλία νέων συγγραφέων που φυσικά απευθύνονται σε ένα δύσκολο κοινό. Αυτός ο δρόμος είναι ο δύσκολος και τον παίρνουν οι αληθινοί καλλιτέχνες. Πολλοί άλλοι, νεαρές κυρίες συνήθως, ζήλεψαν την ευκαιριακή δόξα του ευπώλητου. Αυτή η κατηγορία όμως, ανήκει απλώς στα προϊόντα. Όμως η αγορά τα απλώνει όλα πια στους πάγκους της και ο καθένας είναι ελεύθερος να επιλέξει είτε είναι αναγνώστης είτε δημιουργός. Από ποια μεριά γέρνει η ζυγαριά, φανερώνει και το επίπεδο παιδείας και κουλτούρας της κάθε κοινωνίας.

Κλείνοντας και, αφού σας ευχαριστήσω θερμά για την τιμή της παραχώρησης αυτής της συνέντευξης, θα ήθελα να σας ευχηθώ ολόψυχα καλή επιτυχία σε όλα σας τα βιβλία και να σας ρωτήσω για τα άμεσα συγγραφικά σας σχέδια. Τί να περιμένουμε από εσάς στο μέλλον;

Η τιμή είναι δική μου και σας ευχαριστώ. Αυτόν το καιρό δουλεύω ένα μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στην Ακαρνανία, την πατρίδα μου, τις μέρες του Εθνικού Διχασμού!
Σας ευχαριστώ θερμά.

 

η συνέντευξη παραχωρήθηκε στη Κλειώ Τσαλαπάτη για την ιστοσελίδα Φίλοι της Λογοτεχνίας