Δευτέρα, 05 Δεκεμβρίου 2022 14:08

Όταν ο χωροχρόνος αποκτά ποιητική υπόσταση

Η μνήμη και το τραύμα κατέχουν κυρίαρχη θέση στη θεματολογία της Σόνιας Ζαχαράτου και οι πλείονες των ηρώων της είναι άτομα με διαμπερή τραύματα.

Η Σόνια Ζαχαράτου είναι μια ισχυρή πένα του ελληνικού μοντερνισμού, καθώς δένει αρμονικά τον ποιητικό λόγο με τον ρεαλισμό και ενδιαμέσως ιχνογραφεί με υπερρεαλιστικές εικόνες το κάθε της έργο. Θα έλεγα ενίοτε αυθαιρετεί, αφού πολλά από τα βιβλία της δεν ακολουθούν την πεπατημένη της ομοιογένειας, αλλά τολμά να συνδυάζει κείμενα πεζού και ποιητικού λόγου αλλά το έργο να μοιάζει ενιαίο.

Τούτα τα χαρακτηριστικά τα συναντούμε και στην πρόσφατη συλλογή της με τίτλο «Σκέπασέ με μονάχα» που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Συρτάρι». Η Σόνια Ζαχαράτου δεν περιγράφει τα γεγονότα. Γράφει. Αυτό σημαίνει ότι εμβαθύνει στην ψυχολογία των χαρακτήρων της χωρίς να υποβαθμίζει το σώμα ως φορέα όλων των ψυχολογικών αντανακλάσεων και ως καθρέφτη όλων των έσω διεργασιών.

Η μνήμη και το τραύμα κατέχουν κυρίαρχη θέση στη θεματολογία της και οι πλείονες των ηρώων της είναι άτομα με διαμπερή τραύματα. Το βίωμα του σήμερα συνδέεται με ένα τραύμα ή μια όμορφη μνήμη του παρελθόντος χρόνου κατακαθισμένη στο ίζημα της ανάμνησης που μέσα από κάποιες συνθήκες αναδύεται θαλερό.

Λέει στο πρώτο διήγημα με τίτλο «Η κυρία Ευανθία»: «Καμιά φορά ο οδηγός του έχει βάλει μουσική, πριν φτάσει εδώ. Κι άμα τα δικά του παράθυρα είναι ανοιχτά, τότε την ακούω κι εγώ. Με φασαρία μοιάζει πιο πολύ παρά με μουσική. Ετσι μου φαίνεται. Πολύ σπάνια είναι ωραία. Μελωδική. Σαν κι αυτές που ξέρω. Μια μουσική που σου μένει στο μυαλό και να την ψιθυρίζεις...»

Οι ήρωες μοιάζουν να μετεωρίζονται μέσα στη σκόνη του χώρου, άλλοτε να σαρκώνονται και άλλοτε να σκιαγραφούνται αφήνοντας τα αποτυπώματά τους στον χρόνο. Ετσι ο χωροχρόνος αποκτά ποιητική υπόσταση και οι αισθήσεις ως αρχέγονο και πρωταρχικό αίτιο αντίληψης λαμβάνουν τη δέουσα αξία. Η Σόνια Ζαχαράτου καταφέρνει να παγώσει τον χρόνο σε σημείο που το παρελθόν και το μέλλον να αντανακλώνται στον καθρέφτη σε πολλαπλά είδωλα ωρίμανσης μέχρι τη φυγή από το εδώ στο επέκεινα. «Οχι ότι θα φύγει ο δρόμος… Εγώ θα φύγω… Ο δρόμος, το παράθυρο, η σκόνη, θα μείνουν εδώ…»

Οπως στα περισσότερα των βιβλίων της, έτσι και σε τούτο η Σόνια Ζαχαράτου χρησιμοποιεί την πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Αυτό τη βοηθά να διεισδύει στα βάθη των χαρακτήρων της και να καθίσταται εαυτός των υποκειμένων της. Ετσι κάνει συμμέτοχο τον αναγνώστη, ο οποίος κατά την πορεία της ανάγνωσης συνδιαλέγεται με τους ήρωες και εισχωρεί στα θαύματα και τα τραύματα έως την κάθαρση. Και κάθαρση για ποιον; Για τον δημιουργό ή τον αναγνώστη ή και για τους δύο, αφού η Σόνια Ζαχαράτου, παρά το γεγονός ότι γράφει σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, δεν ομφαλοσκοπεί αλλά κοινωνεί την αγωνία της, τον πόθο, τη διάψευση, το τραύμα, τη θλίψη, την απώλεια, τα αδιέξοδα. Η γραφή της έχει την ένταση του θρήνου. Εκπέμπει συναίσθημα βαθύ, χωρίς να είναι συναισθηματικό με την έννοια του λυρισμού, αν ο λυρισμός θεωρείται αρνητικό στοιχείο που αφαιρεί πόντους από ένα έργο τέχνης και κατακρίνεται από τους θεωρητικούς της λογοτεχνίας. Εδώ ο λόγος, ενίοτε λυγμικός, είναι ξυράφι που χαρακώνει εύρυθμα σώμα και ψυχή.

Παραπέμπω στο δεύτερο πεζοποίημα της Σόνιας, με τον τίτλο «Ερωτας hommage». «Ερωτας στο δωμάτιο “17”, ξενοδοχείο διώροφο και παραμελημένο, ανάμεσα σε πεύκα, πικροδάφνες, αγγελικές και κυπαρίσσια, μια στροφή έξω από την πόλη, προς δυσμάς. Χθες, με το ανοιξιάτικο ψιλόβροχο». Ερωτας ατελέσφορος που οδηγεί σε παραλήρημα μιας ποιητικής θρηνωδίας και ενός ουρλιαχτού, χωρίς ανταπόκριση, που επιστρέφει και βρίσκει την ηρωίδα στο κέντρο βάρους της και τη διαλύει. Θάβει τον έρωτα και μαζί ανοίγει κενοτάφιο εντός της. Μια ηρωίδα που δεν έχει όνομα, επίθετο, επάγγελμα, αλλά είναι παρούσα ως θηλυκή ύπαρξη μέσα στο άχρονο και ανιστόρητο παρόν, παρελθόν και μέλλον. Εδώ ο χρόνος αποκτά την κυκλική κίνηση ενός φίστουλα που ελαύνει για να καταπιεί τα πάντα. Το σώμα μοιάζει να αποκτά μια αυθύπαρκτη μηχανική κίνηση.

«Χθες το σώμα μου με έσπρωξε έξω από το σπίτι», αρχίζει στο επίμετρο του πεζοποιήματος και τελειώνει: «Ωστόσο περπατώ ηθελημένα σε κατεύθυνση αντίθετη από σένα. Παγωνιά». Και από την παγωνιά των έσω ερειπίων που επηρεάζουν το σώμα, στον άστεγο Τζίμη με το ημίτρελο ντελίριο, τα κατεβατά των λέξεων που αποκαλύπτουν μια ύπαρξη σε απόλυτη σύγχυση, που όμως τον βοηθά να επιβιώσει στον εχθρικό περιβάλλοντα χώρο. Ο μονόλογος του Τζίμη ραπίζει την ανάλγητη κοινωνία που περιθωριοποιεί αλλά και χλευάζει αυτούς που η ίδια πέταξε στο περιθώριο. Της γειτονιάς μας ο τρελός όμως μάλλον ασυναίσθητα μας έχει καταστήσει θεατές της εξαίσιας περφόρμανς του. «Δρόμο! Δρόμο! Κοιμηθώ, κοιμηθώ! Ξουτ! Ξουτ! Ξουτ!»

Μέσα στο έργο η Σόνια δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει διαφορετικές συγγραφικές τεχνικές. Οι επαναλήψεις λέξεων και φράσεων τελούνται πάνω στο κρεσέντο των ηρώων και ο αναγνώστης εισέρχεται σε μια μίμηση πράξεως τραγωδώντας μαζί με την ηρωίδα ή τον ήρωα.

Στο αφήγημα «Ο πατέρας» η βία της πατριαρχικής εξουσίας μέσα σε λίγες σελίδες σε όλες της τις διαστάσεις. Σε τούτο το αφήγημα η γραφή γίνεται ωμή και άτεγκτη, διότι πρόκειται πραγματικά περί ωμοφαγίας εκ μέρους του άντρα πατέρα, προς τη γυναίκα και το παιδί του. Υπέστην συγκλονισμό και μετά καταποντισμό. Θύμωσα, δάκρυσα, υπέκυψα στην προσωπική μου ενοχή για κάτι που ίσως είδα, άκουσα ή υποπτεύτηκα και το αντιπαρήλθα, θεωρώντας ότι η βία μέσα σε ένα άλλο σπίτι, μια άλλη οικογένεια, δεν με αφορά. Για κάθε φορά όπου και άθελά μου συντήρησα το τέρας της πατριαρχίας, σιχτίρισα τον εαυτό μου.

Επειτα από τούτη την αναγνωστική εμπειρία, το αφήγημα «Η μαμά και η Ντιρλαντά» μού προσέφερε όχι κάποιο γέλιο διασκέδασης ή κάποια ευφορία, αλλά έναν κλαυσίγελο, χρήσιμο ωστόσο για να λάβω μιαν ανάσα και να συνεχίσω την ανάγνωση… Βγάζει μια hard rock μουσική όλο το βιβλίο. Την ακούς. Την αισθάνεσαι. Αποτελείται από κραυγές, στεναγμούς, οργασμούς, κλάματα και παραληρήματα, αλλά και ψίθυρους, ανάσες, χαϊδέματα, ήχους βροχής και ανεμίσματα. Είναι δηλαδή ένα ανάγνωσμα αισθήσεων και παραισθήσεων.

Το ποίημα «Νοσταλγία» λειτουργεί ως μια ταινία εσωτερικής βιογραφίας. Στην ουσία είναι ο χρόνος που τρέχει και σαρώνει τις εικόνες και τις μνήμες που αφήνουμε πίσω μας. Η απουσία συγκεκριμένου τόπου και χρόνου καθιστά τα κείμενα ασύνορα και οι υπερρεαλιστικές εκπυρσοκροτήσεις τα τοποθετούν ανάμεσα στα διαχρονικά έργα του Εμπειρίκου και του Εγγονόπουλου.

Η δημιουργική φαντασία της Σόνιας Ζαχαράτου προσφέρει έναν καθαρό ψυχικό αυτοματισμό, με όλα εκείνα τα συστατικά που κάνουν τη γραφή της έργο τέχνης. Στο διήγημα ας πούμε με τίτλο «Ο καθρέφτης», διαβάζοντας τη φράση «όταν ξύπνησα ήμουν πλημμυρισμένος από θάλασσα», ήρθε στον νου μου ο πίνακας από τις χαλκομανίες του Μαγκρίτ, που παριστάνει τον γνωστό άντρα με το καπέλο και δίπλα του ο ίδιος άντρας πλημμυρισμένος σύννεφα και θάλασσα.

Εν κατακλείδι, η Σόνια Ζαχαράτου είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση συγγραφέως που πρέπει να προσεχθεί από τη σύγχρονη γραμματολογία.

 

Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, στις 04/12/2022