Παρασκευή, 04 Νοεμβρίου 2016 10:35

Αίγλη Τούμπα - Φωνές στο νερό

Η τάση να αναπαριστά με σύμβολα τον κόσμο τη στράτευσε στο παραμύθι, το οποίο υπηρετεί επί είκοσι τρία έτη. Αγαπάει πολύ τα παιδιά, και στα βιβλία της προσπαθεί να πλησιάσει τον παιδικό κόσμο και την ευαίσθητη παιδική ψυχή.

H Ελένη Πριοβόλου έβαλε μια άνω τελεία και σε παράλληλη πορεία με την παιδική λογοτεχνία κάνει το πέρασμά της στην ενήλικη λογοτεχνία. Όπως η ίδια επισημαίνει: «Για μένα στη λογοτεχνία δεν πρέπει να γίνεται διαχωρισμός, ακόμα και αν τα εργαλεία γραφής διαφοροποιούνται λόγω του βαθμού κατανόησης των εννοιών από τις μικρότερες ηλικίες. Ο στόχος ωστόσο πρέπει να είναι ο ίδιος. Το έργο, είτε είναι παραμύθι είτε μυθιστόρημα, οφείλει να είναι ένα έργο τέχνης».

Χωρίς ιδιαίτερες κριτικές και μακριά από τις λίστες των ευπώλητων, το 2010 κάνει την έκπληξη κερδίζοντας με το μυθιστόρημα «Όπως ήθελα να ζήσω» το «Βραβείο Αναγνωστών 2010» από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου.

Το καινούργιο της βιβλίο «Φωνές στο νερό», μια σειρά από σύντομες σπονδυλωτές ιστορίες, οι ήρωες των οποίων συνδέονται μεταξύ τους, διαδραματίζεται σε μια μικρή λουτρόπολη του Ιονίου. Η τοποθεσία καθόλου τυχαία, όπως αποκαλύπτει η συγγραφέας: «Το εν λόγω βιβλίο προέκυψε μέσα από μικρές καταγραφές στις οποίες επιδίδομαι τα καλοκαίρια στη μικρή πόλη του Ιονίου όπου ζω τρεις μήνες τον χρόνο».

Η Ντόλη Παρασόλη ζει απομονωμένη και διαφορετικά από τον υπόλοιπο κόσμο. Οι άλλοι τη θεωρούν τρελή, όμως εκείνη αδιαφορεί για τα στερεότυπα της επαρχίας.

Ένα ζευγάρι ηθοποιών του λαμπερού παλιού ελληνικού κινηματογράφου επιλέγει την ίδια λουτρόπολη ως τόπο διακοπών. Στην ηλικία πλέον της ωριμότητας, μακριά από τα φώτα της δόξας, ξεχασμένοι και αγνώριστοι, παλεύουν μέσα από την ενδοσκόπηση και την αυτογνωσία να απαλλαγούν από το λαμπερό παρελθόν της επίπλαστης ευτυχίας. Χρειάστηκε να περάσουν από τις συμπληγάδες για να ανακαλύψουν το νόημα που δίνει στη ζωή η αληθινή, ανιδιοτελής αγάπη. Ένας καπετάνιος, γέννημα θρέμμα της εν λόγω πόλης, επιστρέφει στο σπίτι μετά από είκοσι χρόνια στα πέλαγα. Όσο βρισκόταν μακριά, ζούσε με το όνειρο της θαλπωρής στον κόρφο της αγαπημένης του, όμως επιστρέφοντας τον περιμένει η διάψευση.

Μια ποδηλάτισσα, μια γυναίκα αιχμάλωτη στους αόρατους φόβους που πλάθει η μοναξιά, την οποία η ίδια διάλεξε, ύστερα από ένα δραματικό συμβάν που άλλαξε τη ζωή της, επιλέγει την Πολίχνη ως τόπο μόνιμης κατοικίας για να ρίχνει σπονδές και χοές στον έρωτά της, που χάθηκε στη θάλασσα. Η ελευθερία του ποδηλάτου με την ανεμελιά της ορθοπεταλιάς αποτελεί την εικονική της πραγματικότητα.

Οι ήρωες της Πριοβόλου είναι άνθρωποι απλοί, καθημερινοί -γιατί όχι και της διπλανής πόρτας-, άνθρωποι με πληγωμένο εσωτερικό κόσμο, μ’ ένα καλά κρυμμένο μυστικό, ένα παρελθόν που τους κατατρέχει και για να το διαφυλάξουν επιλέγουν να ζουν στην απομόνωση. Άνθρωποι όπως είμαστε οι περισσότεροι, που ζήσαμε ανεκπλήρωτους έρωτες, φοβίες, αλήθειες και αυταπάτες, ευσεβείς πόθους, που βιώσαμε λάθος ρόλους, που κάναμε τις υποχωρήσεις μας, μικρές επαναστάσεις και μεγάλες υποταγές, για να συμφιλιωθούμε αλλά και καμιά φορά για να ζήσουμε με τις επιλογές μας.

Άνθρωποι που δεν έζησαν όπως θα ήθελαν να ζήσουν και προσπαθούν να διασώσουν μνήμες από τον κίνδυνο της οριστικής λήθης, «ήρωες που θέλουν να φωνάξουν, αλλά οι φωνές τους βγαίνουν ελεύθερα μόνο μέσα στο νερό...».
Οι μικρές κοινωνίες δεν συγχωρούν τις απομονώσεις. Η συγγραφέας τούς ξεχωρίζει και τους ανεβάζει στο λογοτεχνικό στερέωμα, για να επιβιώσουν σε ένα άλλο σύμπαν, το λογοτεχνικό. Ο άνθρωπος είναι γεννημένος να περιμένει πάντα το εξαιρετικό και αν αυτό αργεί δεν πρέπει να απογοητεύεται.

Αποσπάσματα από το βιβλίο:

(...) Ο ήλιος ανεβαίνει ακόμα πιο ψηλά κι η θάλασσα απεκδύεται την αυγινή της άχνα. Η μακριά προβλήτα που διασχίζει τη θάλασσα και τελειώνει στο φάρο είναι έρημη. Ευτυχώς! Άλλος φόβος δεν κατατρώει την Ντόλη από το να δει άνθρωπο την αυγή δίπλα στον φάρο. Τότε θα είναι αναγκασμένη να επιστρέψει στο σπίτι της χωρίς να γευτεί την αγαπημένη της συνήθεια (...)

(...) Η συγκίνηση συνεπαίρνει την Ανέμη και την πιέζει να σταματήσει τουλάχιστον σ’ εκείνο το σημείο. Να απευθύνει ένα χαιρετισμό, ένα μειδίαμα, μια λέξη συμπόνιας. Όμως αμέσως έρχεται δεύτερη σκέψη να την προσγειώσει. Αν έμπαινε σε μια τέτοια διαδικασία, όφειλε να τη συνεχίσει. Ίσως να δημιουργούσε προσδοκίες στα πλάσματα εκείνα. Και δεν ήθελε πλέον να γεννά απαντοχές σε κανένα. Ούτε καν στον ίδιο της εαυτό.

Η Ανέμη είχε καταφέρει να υψώσει γύρω από τον εαυτό της το αόρατο τείχος της ανέγγιχτης φιγούρας. Της οπτασίας. Και αυτό επειδή δεν ήθελε να σχετίζεται με τη μικρή κοινωνία και τις συνήθειες της. Την ημέρα του τραγικού συμβάντος το μόνο που ζήτησε από τον πατέρα της ήταν να την προστατέψει από τα σαρκοβόρα Μέσα. Να μεριμνήσει -πληρώνοντας έστω αδρά- ώστε να μην τη συνδέσουν με τον άνδρα της. Να μην ασελγήσουν πάνω στην οδύνη της (...)

Η συγγραφέας Ελένη Πριοβόλου μας μιλά για το βιβλίο της:

Πρόκειται για μια σειρά από σύντομες αφηγήσεις με την ιδιοτυπία ότι ο/η ήρωας/ηρωίδα τού ενός αφηγήματος συνδέεται με τον/την ήρωα/ηρωίδα του επομένου. Έτσι οι ήρωες του βιβλίου, ενώ κατά τη διάρκεια των αφηγήσεων μοιάζουν να μην συναντιούνται, αποτελούν μια φαινομενικά ενιαία ιστορία που διαδραματίζεται σε μια μικρή λουτρόπολη του Ιονίου πελάγους.

Το βιβλίο αναφέρεται στη στάσιμη και επαναλαμβανόμενη -κυκλική θα έλεγα- καθημερινότητα μιας επαρχίας όπου τα στερεότυπα έχουν ισχύ νόμου και καθορίζουν με τρόπο καταλυτικό το μοντέλο ζωής και δράσης. Οι ήρωες του βιβλίου, συνειδητά ή ασυνείδητα, χωρίς ανοικτή διάθεση σύγκρουσης, απορρίπτουν μέσα τους το κοινωνικό στερεότυπο και πασχίζουν να ζουν μια ζωή όπως θα την ήθελαν, περισσότερο κοντά στην έννοια του «αισθάνομαι» παρά κοντά στις έννοιες «δρω» ή «πράττω». Μέσα τους αισθάνονται διαφορετικοί. Όμως επειδή γνωρίζουν την επικριτική διάθεση της κοινωνίας προς κάθε διαφορετικό και προσπαθώντας να διασώσουν τις ευαισθησίες τους, επιλέγουν να ζήσουν μοναχικά, ακόμα και αν διαθέτουν οικογένεια.

Πρόκειται για άτομα με κριτική σκέψη, υπέρμετρη ευαισθησία και βαθύ εσωτερικό μονόλογο. Οι περισσότεροι σέρνουν πίσω τους πληγωμένες ζωές και επώδυνες μνήμες. Φέρνουν μέσα τους βαθιούς, ανομολόγητους φόβους, πόνο και διαψεύσεις.
Όμως ελπίζουν, προσδοκούν, επιθυμούν το ανέφικτο μέσα στη ζωή τους που μοιάζει περισσότερο με όνειρο ή αυταπάτη. Όμως επειδή δεν μπορούν να φωνάξουν δυνατά, αφήνουν τη φωνή τους ελεύθερη μέσα στο νερό, αφού το υγρό στοιχείο είναι κυρίαρχο μέσα στο βιβλίο.

Το αόρατο μάτι του συγγραφέα τρυπώνει στο άβατο του εσωτερικού τους κόσμου με διάθεση στοχαστική και ερευνητική. Χωρίς να κρίνει, διεισδύει στις ψυχές και συμπάσχει με απέραντη τρυφερότητα για τα πλάσματα της αίσθησης και της παραίσθησης και γίνεται μέλος της νύκτιας πομπής τους που διενεργείται κατά μήκος μιας μακριάς φεγγαρόλουστης παραλίας.

Το φεγγάρι του εξωφύλλου, δημιουργία του εικαστικού Ανδρέα Καράμπελα, μαρτυράει πως το φεγγάρι ανήκει στους πρωταγωνιστές των αφηγημάτων και είναι κυρίαρχο της νύχτας εκεί στην ακτή του Ιονίου.