Πέμπτη, 23 Μαρτίου 2023 12:16

Η μυστική ζωή της φύσης (της Άννας Λυδάκη)

Η Ελένη Πριοβόλου μας ξαφνιάζει κάθε φορά με τα θέματα των βιβλίων της. Τα μυθιστορήματά της εκτυλίσσονται σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους και κάθε φορά αποδίδεται τέλεια το κλίμα και η ατμόσφαιρα της εποχής. Είναι φανερό ότι δεν γράφει τα λογοτεχνικά της έργα ελαφρά τη καρδία, αλλά με μελέτη, σκέψη, λογοτεχνική φαντασία και ιδιαίτερη ευαισθησία.

Το τελευταίο της βιβλίο είναι εντελώς διαφορετικό από τα προηγούμενά της, όμως συγκεντρώνει στο έπακρο τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Ο τίτλος του, Το δέντρο με τις φωλιές, μάς προϊδεάζει για ένα βιβλίο στο οποίο πρωταγωνιστεί η φύση, η μυστική ζωή των δέντρων με τους ενοίκους τους, τα μικρά ζώα και τα πουλιά. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα βιβλίο στο οποίο ανθρώπινα και μη ανθρώπινα συνυπάρχουν, επικοινωνούν, συνομιλούν. Το χάσμα μεταξύ κοινωνικού και φυσικού κόσμου γεφυρώνεται λογοτεχνικά και ζητήματα που μας αφορούν όλους αναδύονται από αυτό.

Στο βιβλίο της Πριοβόλου η φύση δεν είναι βουβή και άψυχη. Η Μαρία, η πρωταγωνίστρια, ακούει τις φωνές των όντων γύρω της, μιλά μαζί τους και αισθάνεται το συνεχές της ύπαρξης. Ήδη στην πρώτη παράγραφο του βιβλίου διαβάζουμε:

Το κρεβάτι μου είναι μια φωλιά. Φτιαγμένη από τα χέρια μου. Όχι μεταφορικά, στην κυριολεξία. Αντέγραψα μια φωλιά υφάντρας. Σακουλοπαπαδίτσα το ονόμαζε αυτό το μικροσκοπικό πουλί ο πατέρας. Καθόμουν ώρες ολόκληρες ένα καλοκαίρι σε μια αθέατη γωνιά και παρακολουθούσα τον τρόπο που ύφαινε. Μαθήτευσα, είναι η αλήθεια, την υφαντική τέχνη κοντά σ’ ένα πουλί.

Η Μαρία δεν μαθήτευσε μόνο την υφαντική τέχνη κοντά σ’ ένα πουλί. Μαθήτευσε την ίδια ζωή. Και ήταν πολύ καλή μαθήτρια. Συνέλαβε τα μηνύματα της φύσης και διδάχτηκε από αυτήν κυρίως, και όχι από τους ανθρώπους που πιστεύουν ότι με τον πολιτισμό εξαφάνισαν το ζωικό μέρος της ύπαρξής τους.

Η Μαρία από παιδί δεν διέθετε καμία χάρη -ή τουλάχιστον την είχαν πείσει γι’ αυτό. Ούτε ομορφιά ούτε εξυπνάδα. Σταμάτησε νωρίς το σχολείο, παρά το ότι αγαπούσε το διάβασμα. Έμαθε «να υφαίνει σιωπές» και να μιμείται όλα τα μουσικά μοτίβα από τις λαλιές των πουλιών που γέμιζαν με την παρουσία τους τον κάμπο. Μελίσματα, φλαουτίσματα, λαρυγγισμοί, τιτιβίσματα, τερετίσματα, σφυρίγματα, ψίθυροι… αλλά και κροταλίσματα, σκληρά κακαρίσματα ή σκέτα γρατζουνίσματα από τα φαγανέλια, ήταν η καθημερινή της εξάσκηση στις ομιλίες των πουλιών, και με «βρόχινες κλωστές έπλεκε πολιτείες ονειρεμένες».

Εκλιπαρεί για την αγάπη της μητέρας της, αλλά εκείνη -κρυφά πληγωμένη, ένα κορίτσι της πόλης που δεν αγάπησε ποτέ τη γη- δεν μπόρεσε να την αγαπήσει. Και η Μαρία δέθηκε με τον πατέρα της που έλεγε πως η μικρή κελαηδάει σαν τα πουλιά και μοσχομυρίζει σαν αγριολούλουδο. Ένας πατέρας που πολιτευόταν και σε όλη του τη ζωή αγόραζε κτήματα πιστεύοντας πως ο φόβος που ένιωθαν γι’ αυτόν οι χωριανοί ήταν σεβασμός και αγάπη.

Η Ειρήνη, η αδελφή της, είναι διαφορετική. Έχοντας την αγάπη της μάνας της σπούδασε, έγινε γεωπόνος και παντρεύτηκε τον Θωμά τον δάσκαλο, που είναι και ο μόνος από τους συγγενείς που την καταλαβαίνει και της συμπαραστέκεται, παρά τις αντιρρήσεις της συζύγου του. Η μικρή τους κόρη, η Μάγδα, μάλλον μοιάζει στον πατέρα της: Θαυμάζει και αγαπάει τη θεία της. «-Είσαι μάγισσα;», τη ρωτάει. «-Ναι. Μπορείς να το πεις κι έτσι». «-Και τι μαγικό κάνεις;» «-Καταλαβαίνω τα πουλιά και τα λουλούδια. Και με νιώθουν κι εκείνα» της εκμυστηρεύεται η Μαρία που ξέρει καλά πως δεν είναι μόνο ο άνθρωπος που έχει συναισθήματα.

Τα αδέλφια της, ο Αργύρης και ο Θύμιος σπούδασαν σε γεωργικές σχολές και μετά τον θάνατο του πατέρα τους έγιναν μεγαλοκτηματίες, επιχειρηματίες που έχουν στη δούλεψή τους θαλασσοδαρμένους μετανάστες. Τα ακτινίδια που παράγουν έχουν την ετικέτα «Χρυσός Ήλιος» και κρύβουν το αίμα που χύνεται για να μαζευτούν Το αίμα Εκείνων που κοιμούνται στο τολ και δεν επιτρέπεται να περνούν το σύνορο που χωρίζει τα τσιφλίκια τους από το μικρό κτήμα της Μαρίας.

Η Μαρία από την περιουσία ζήτησε μόνο την καλύβα του πατέρα στον κάμπο με τα δέκα στρέμματα ολόγυρά της. Τίποτα άλλο. Ήθελε να είναι ελεύθερη. Θα καλλιεργούσε λουλούδια σ’ ένα θερμοκήπιο, σ’ ένα «γυάλινο σπίτι», όπως το λέει. Και πράγματι τα καταφέρνει και διανέμει με το φορτηγό λουλούδια στα ανθοπωλεία της πόλης και χαίρεται την ελευθερία της. «Η ελευθερία είναι σημαντικό πράμα», γράφει η Πριοβόλου. «Αν δεν το κατακτήσεις, δεν έχεις φτερά. Και τα φτερά είναι αναγκαία στον άνθρωπο. Όπως και στα πουλιά».

Κάθε μέρα επισκέπτεται τον χιλιόχρονο πλάτανο στη μέση του κάμπου, όπου τα πουλιά έχουν φτιάξει τις φωλιές τους. Σπουργίτια, καρδερίνες, σπίνοι, φλώρια, αηδόνια κατοικούν εκεί και η Μαρία τους μιλά με τις λαλιές τους, κι εκείνα αποκρίνονται.

Από μακριά βλέπει Εκείνους, που αλλού γεννήθηκαν κι αλλού βρέθηκαν να ζουν. Εκείνους που διέσχισαν βουνά, ερήμους, ποτάμια, θάλασσες αναζητώντας μια καλύτερη ζωή και τώρα δουλεύουν για να ξεχρεώσουν τον δουλέμπορο.

Είναι ο Σαϊφ από το Πακιστάν, που πιάνει τα μοιρολόγια. Τα μοιρολόγια τα καταλαβαίνει κανείς ακόμα κι αν δεν ξέρει τη γλώσσα, σημειώνει η Πριοβόλου. Ο σκληρός, αμίλητος Αφγανός Τζοβανί, που παρακολουθεί από μακριά. Ο Παπά από τη Σενεγάλη που κυνήγησε το όνειρό του και το σώμα του είναι γεμάτο σημάδια από τα χτυπήματα στα στρατόπεδα κράτησης και από τον ένα τράφικερ που τον πουλάει στον άλλο. Ο Μοχάμεντ από τη Σομαλία, με φωνή θερμή και σταθερή, σαν λάβα ηφαιστείου. Ο Ζουλούμ από τη Νιγηρία που ονειρεύεται να γίνει ράπερ. Ο μικρός Τζερεμάια από το Σουδάν που ψάχνει τις αδελφές του και πιστεύει πως όλα, ζώα, φυτά, άνθρωποι έχουν ψυχή. Χτυπάει στο τζέμπε παράξενους ρυθμούς και τα τραγούδια του σε ταξιδεύουν σε άγνωστους κόσμους.

Η Μαρία αρχικά τους φοβάται. Ήρωές μου, λέει, δεν είναι πια οι άνθρωποι, αλλά τα λουλούδια και τα πουλιά. Τους φοβάται μέχρι που εμφανίζεται ο Νιζάμ να βαστάει στους ώμους του ένα μακρύ, οριζόντιο ξύλο, που στις δυο του άκρες κρέμονται στη σειρά σπιτάκια καμωμένα από ψαθί. Είναι φωλιές και τροφή για τα πουλιά που ζουν στον πλάτανο. Μιμούμενος την κάθε λαλιά, τα καλεί να μαζευτούν και είναι σαν ένας μαέστρος που ενορχηστρώνει τη σύναξή τους.

Ο Νιζάμ δεν έχει πατρίδα. «Ροχίνγκια πουθενά πατρίδα. Διωγμένοι από παντού». Δεν έχει θρησκεία, αλλά πιστεύει σε κάποιο θεό που τον έσωσε από τον θάνατο. Όμως τη Μάε, την αρραβωνιαστικιά του, την πήρε ο Σιντρ, ο κυκλώνας. Μπορεί κι αυτός να επικοινωνεί με τα λουλούδια και τα πουλιά, τους μιλάει και του μιλούν όπως μιλούν και στη Μαρία. Και εκείνη δεν τον φοβάται παρότι ανήκει σ’ Εκείνους. Άλλωστε κι αυτή κατά κάποιο πρόσφυγας είναι αφού δεν άντεχε τη βία στην οικογένεια κι αποφάσισε να ζήσει σαν ερημίτης στον κάμπο.

Του προσφέρει την αγάπη της. Μένει μαζί του κόντρα στα αδέλφια της και στους χωριανούς και εκείνος γίνεται το λιμάνι της: «Πέταξε εκείνος, πέταξα εγώ, και βρεθήκαμε πάνω στο δέντρο με τις φωλιές» μονολογεί και προσπαθεί να επουλώσει τα ορατά και αόρατα ραγίσματα του κορμιού του.

Η Μαρία σκέφτεται πόσο παράξενη είναι η ζωή. Ένα θέατρο μαριονέτας. Αόρατα νήματα κινούν την ύπαρξή μας. Τώρα, με τον Νιζάμ και παρέα πια με Εκείνους, τις σκιές που αποκτούν υπόσταση, η Μαρία είναι ευτυχισμένη. Ζει κάθε στιγμή της μέρας και της νύχτας.

Η Πριοβόλου παρακολουθεί τη ζωή τους με έξοχες περιγραφές των τοπίων. Εικόνες που εναλλάσσονται ανάλογα με τις εποχές και τον τρόπο που οι πρωταγωνιστές βιώνουν τις εναλλαγές αυτές. Η Μαρία παρατηρεί τα σχήματα που παίρνουν τα σύννεφα και τους δίνει ονόματα: Ένα κόκκινο σύννεφο στη δύση μοιάζει με ένδυμα ιπτάμενης γυναίκας

Οι βουνοκορφές είναι χιονισμένες, όμως το χιόνι γίνεται ένα ζεστό στρώμα για τους νάρκισσους. Και εκεί, μέσα στην καρδιά του χειμώνα, κοντά στο ποτάμι με το διαυγές πράσινο χρώμα συναντούν τον κοκκινολαίμη και την αλκυόνα. Στο γυάλινο σπίτι, όπου επικρατεί πάντα ανοιξιάτικος καιρός, τα φυτά είναι όμορφα και ζωντανά. Όταν έρθει και έξω η άνοιξη, ευωδιαστή και ηλιοφώτιστη, ο τόπος πλημμυρίζει από το πένθιμο άρωμα των χαμομηλιών και τα πουλιά με το κελάηδημά τους διαλαλούν την απόλαυση που αισθάνονται για την καινούργια μέρα. Ποτάμι, νερό, ουρανός, ήλιος, δέντρο, πουλί, θάλασσα. Είναι οι λέξεις που κλείνουν τον κόσμο του ζευγαριού.

Όταν η μάνα παθαίνει εγκεφαλικό τα αδέλφια της θεωρούν υπαίτια τη Μαρία και τη φέρνουν για να τη φροντίζει εκείνη. «Ξέρω να φροντίζω άρρωστα και πληγωμένα πουλιά και ζώα. Όχι όμως μια μάνα κατάκοιτη. Το βλέμμα της είναι θολό σαν του νεκρού πουλιού». Όμως μαθαίνει. Εκπαιδεύεται στη γλώσσα των ματιών της μητέρας της και την περιποιείται. Της διηγείται όμορφες ιστορίες και δεν μιλά για τις πληγές της ψυχής, ενώ ο Νιζάμ της κρατάει μελωδική συντροφιά με το κελάηδημα της αηδόνας.

Στο βιβλίο της Πριοβόλου παρεμβάλλονται και άλλα πρόσωπα, όπως ο Αρίστος, ο επιστάτης, ο Τσάκαλος που πουλά και αγοράζει ανθρώπους, η παλιά φιλενάδα και η προδοσία της, ένα νεαρό ζευγάρι, ο γιατρός που καταλαβαίνει και άλλοι χαρακτήρες που δένουν οργανικά στην αφήγηση, ενώ οι ζωντανοί διάλογοι κάνουν την αφήγηση συναρπαστική.

Είναι ένα βιβλίο που με λογοτεχνικό τρόπο θίγει φλέγοντα κοινωνικά και περιβαλλοντικά ζητήματα. Και εμμέσως μας καλεί να δούμε μέσα μας και γύρω μας, θυμίζοντάς μας τον Θορώ που έγραφε το 1854: «Πήγα στο δάσος επειδή επιθυμούσα να ζήσω συνειδητά, να αντιμετωπίσω μονάχα τα ουσιώδη της ζωής και να δω αν θα μπορούσα να μάθω όσα είχε να μου διδάξει, έτσι ώστε, όταν θα ερχόταν η ώρα μου να πεθάνω, να μην ανακάλυπτα ξαφνικά ότι δεν είχα ζήσει ποτέ… (H.D. Thoreau, Walden ή η ζωή στο δάσος (1854.) μετ. Β. Αθανασιάδης, Κέδρος 2007).

Η Πριοβόλου μιλά για τα ουσιώδη της ζωής σχολιάζοντας «Ο κόσμος ήταν πάντα γεμάτος μπλεγμένες ανθρώπινες ιστορίες και μπλεγμένα αίματα. Όμως γιατί οι άνθρωποι δεν παρατηρούν τη φύση, για να μπορέσουν ν’ αγαπήσουν αληθινά;» Και γράφει για τις αγριόχηνες: Όταν μια αγριόχηνα αρρωστήσει ή τραυματιστεί, δύο άλλες αφήνουν τον σχηματισμό και την ακολουθούν προς τα κάτω για να τη βοηθήσουν και να την προστατέψουν. Παραμένουν με το άρρωστο μέλος του σμήνους μέχρι να πετάξει ξανά ή να πεθάνει. Μετά ενώνονται με κάποιο άλλο σμήνος που περνά ή προσπαθούν να προλάβουν το δικό τους…

Η ηρωίδα της Πριοβόλου διδάχθηκε από τη φύση και αγάπησε τα ανθρώπινα και τα μη ανθρώπινα με την ίδια ειλικρίνεια, χωρίς να ζυγίζει την αγάπη. Νομίζω ότι πέρα από την απόλαυση την ανάγνωσης ενός βιβλίου που συναρπάζει, ο αναγνώστης θα έχει και πολλά πράγματα τα σκεφτεί.

 

(*) Η Άννα Λυδάκη είναι καθηγήτρια κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

 

Δημοσιεύθηκε στο "ο αναγνώστης".