Πέμπτη, 01 Ιουλίου 2010 14:18

Μιχάλης Μερακλής, Περιοδικό Η Λέξη, τεύχος 205, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2010

Είναι το τρίτο μυθιστόρημα της κυρίας Πριοβόλου, η οποία έχει γράψει και πολλά βιβλία για παιδιά και εφήβους, στρατευμένη κιόλας, όπως η ίδια λέει, στο παραμύθι, γιατί της αρέσει η τάση που έχει αυτό «να αναπαριστά με σύμβολα τον κόσμο». Δυστυχώς από όλα αυτά δεν έχω διαβάσει παρά το μυθιστόρημα τούτο. Και το χειρότερο, αγνοούσα την πλούσια αυτή δραστηριότητά της.

 

Ομολογώ, λοιπόν, ότι το "Όπως ήθελα να ζήσω", που αριθμεί σχεδόν εξακόσιες σελίδες και αποτελεί μιαν αναπαράσταση των πολιτικών και κοινωνικών ηθών του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα στην Αθήνα –με πολλές συμβολικές προεκτάσεις-, με έθελξε αλλά και με εντυπωσίασε με την ιστορική πληρότητά του (δίπλα στη συμβολική του πλευρά, όπως αυτή εστιάζεται κατεξοχήν στο πρωταγωνιστικό πρόσωπο, γιο και κληρονόμο ενός πλουσίου εμπόρου, που αποφασίζει να εξαντλήσει τη μεγάλη περιουσία του για την πραγμάτωση μιας ουτοπίας). Στην τελευταία φράση του σύντομου σημειώματος στο οπισθόφυλλο διαβάζω πως το μυθιστόρημα αυτό εποχής απευθύνεται σε εκείνους που έζησαν «όπως ήθελαν να ζήσουν» και κληροδοτεί «στους επόμενους τους σπόρους της ουτοπίας».

Συνήθως κρίνουμε κάθε ουτοπία κυριολεκτικά, ως αυτό που (νομίζουμε ότι) λέει η ίδια η λέξη. Πρόκειται για κάτι, για ένα όραμα που δεν πραγματοποιήθηκε κάν ή που ναυάγησε –τουλάχιστον μιλάμε για τις ιστορικές (όχι τις φιλολογικές) ουτοπίες. Μας διαφεύγει εντούτοις ότι υπάρχει και η άλλη πραγματικότητα της ουτοπίας, η προσπάθεια, ο αγώνας που έγινε για να ενσαρκωθεί ένα όραμα. Μια τέτοια ιστορική ουτοπία δίνεται στο βιβλίο της κυρίας Πριοβόλου, μαζί με τη συμβολική μεταφορά της στον Ροδώνα του Κεραμεικού, τη «Ρόδων Πολιτεία». Δυο αφηγήσεις συνυφαίνονται και συνεξελίσσονται έξοχα, η ιστορική και η ακραιφνώς φανταστική (ως το συμβολικό απείκασμά της). Και είναι τόσο σφιχτό το δέσιμό τους, ώστε ο αναγνώστης να αντιλαμβάνεται τις δύο ως μία, ενιαία και αδιαίρετη αφήγηση. Έτσι προκύπτει άλλωστε και μια απόλυτα επιτυχής εκπλήρωση των προϋποθέσεων που επιβάλλει, ως είδος, το μυθιστόρημα, για να είναι επιτυχημένο.

Παρακολουθούμε το ανθρωπιστικό, κοινωνικό όραμα, που θέρμαινε ή και οιστρηλατούσε πολλούς από τους Έλληνες διανοούμενους εκείνης της εποχής, η δράση, ο ζήλος, το πάθος των οποίων μεταφέρεται συναρπαστικά. Όχι μόνο και όχι απλώς, γιατί η συγγραφέας πρέπει πολύ να δούλεψε με τις πρωτογενείς πηγές (κυρίως με τον Τύπο των χρόνων εκείνων), αλλά και γιατί, με τη διάχυτη στην ύφανση των κειμένων ευαισθησία της, ομορφαίνει την πιθανή ξηρότητα του υλικού των μαρτυριών –αν και τα κείμενα των «κοινωνιστών» που δημοσιεύονταν στις εφημερίδες εμψυχώνονταν από τον ιεαραποστολικό παλμό των ίδιων. Και βέβαια δεν πάλευαν με σκιές. Οι δυνάμεις, με τις οποίες συγκρούονταν, ήσαν υπαρκτές και, ακόμα περισσότερο, πανίσχυρες, είχαν το πάνω χέρι, καθιστώντας εξ αυτού του λόγου τους δρόμους, που εκείνοι ήθελαν να χαράξουν και να ανοίξουν, με τη ρομαντική επαναστατικότητά τους, αδιέξοδους.

Επανερχόμενος στην επιτυχή συνύφανση των δύο αφηγήσεων που ανέφερα πιο πάνω, θέλω να τονίσω άλλη μια φορά την εντυπωσιακή συλλειτουργία και συνύπαρξη ιστορικών και μυθιστορηματικών προσώπων (γοητευτική, π.χ. είναι η συνύπαρξη Ρωμαίου Αγγουλέ και του περιβάλλοντός του με τον καθηγητή της Γεωπονικής Θεόδωρο Ορφανίδη ή τον Ρόκκο Χοϊδά!). Αναγνωρίζοντας και την κρυφή γοητεία που είχε και η καθαρεύουσα της εποχής, δεν δίστασε η συγγραφέας να επενδύσει μ’ αυτήν τον λόγο των σχετικών προσώπων (σε σπάνιες περιπτώσεις υπερέβη ίσως η χρήση λόγιων τύπων το μέτρο).

Βεβαίως η Αθήνα του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα δεν ήταν απλώς θέατρο μιας πολιτικής, ιδεολογικής, κοινωνικής ζύμωσης και αντιπαράθεσης. Ήταν η πρωτεύουσα που έσφυζε από αντιθέσεις, πολλές και διάφορες. Από τη μια μεριά η «έννομη τάξις» των αστών, των οψιπλούτων, των εθνικών λαϊκώ ευεργετών τύπου Ανδρέα Συγγρού, από την άλλη μεριά το κράτος «των παρανόμων», «αδέσποτα παιδιά, βαποράκια των κουτσαβάκηδων, πόρνες και ψωραλέοι σκύλοι σε ένα αδιάσπαστο σύμπλεγμα αθλιότητας». Ο Ρωμαίος Αγγουλές, που είναι και σπουδαίος ζωγράφος, αναπαριστάνει το αστικό τοπίο της πρωτεύουσας σε μιαν έκθεσή του με τον τίτλο «Δρόμοι της Αθήνας».

Η κυρία Πριοβόλου δίνει τη δική της τοιχογραφία: εκτός από τις πολιτικές και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, συνδιαπλέκονται έρωτες, ίντριγκες, προσπάθειες μεγαλοαστικών, νεόπλουτων οικογενειών για την εμπέδωση και τη διεύρυνση του κύρους των μέσω επιτυχημένων γάμων των παιδιών τους, βρίσκοντας την αντίδραση ενός ανθρώπου που έχει έναν άλλο τρόπο ζωής να προτείνει και πρέπει γι’ αυτό να εξουδετερωθεί. Όλα αυτά συνθέτουν ένα πανόραμα δεδομένης ιστορικά ζωής, που δικαιούται να απευθυνθεί σε ένα ευρύ, πολλών ενδιαφερόντων και προσδοκιών κοινό.